Μαρούσι, Σεπτέμβριος 2035. Η Ελπίδα Ψαλιδοπούλου έμπαινε σε έναν γνώριμο σε αυτήν χώρο. Το γραφείο του υπουργού Παιδείας τής ήταν ήδη πολύ γνωστό, καθώς βρισκόταν σε αυτή τη θέση τα τελευταία έξι χρόνια. Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής οι ψηφοφόροι είχαν ανανεώσει την εμπιστοσύνη τους στο κυβερνών κόμμα για τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο πρωθυπουργός με τη σειρά του εμπιστευόταν ξανά στην Ελπίδα το υπουργείο Παιδείας. Στην ουσία αναγνωρίζοντας το εξαιρετικά επιτυχημένο έργο της στο πιο «ανθρωποβόρο» ιστορικά υπουργείο.
Η Ελπίδα ρούφηξε βιαστικά τον «καφεδάκο», όπως έλεγε τον αγαπημένο της τούρκικο σκέτο και «ψημένο» μόνο στο μπρίκι. Η πικράδα του καφέ λειτουργούσε πάντοτε σαν ξυπνητήρι του μυαλού της. Είχε ξενυχτήσει από τη χαρά της, όχι για την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων της στο υπουργείο, «σιγά τα ωά». Αυτό που την είχε ενθουσιάσει ώστε να χάσει τον ύπνο της ήταν η νέα εντυπωσιακά βελτιωμένη κατάταξη των περισσότερων ελληνικών ΑΕΙ στην παγκόσμια ακαδημαϊκή αξιολόγηση της «Σαγκάης». Η σκέψη της γύρισε πίσω έξι χρόνια, στο μακρινό 2029. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο μήνες που είχε «καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα» του υπουργείου Παιδείας και παρουσίαζε τον νέο νόμο για το «Αυτόνομο Πανεπιστήμιο». Είχε προηγηθεί τρία χρόνια πριν η μεγάλη συνταγματική αλλαγή που καταργούσε το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση και είχε μετατρέψει πολύ γρήγορα την Ελλάδα σε διεθνή εκπαιδευτικό προορισμό.
Περισσότεροι από 100.000 αλλοδαποί φοιτητές σπούδαζαν στα οκτώ νέα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είχαν δημιουργηθεί. Η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, αμέσως ή εμμέσως, ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ με την τάση να είναι σταθερά ανοδική. Σημαντικός αριθμός Ελλήνων ακαδημαϊκών και επιστημόνων που είχαν εγκαταλείψει τα προηγούμενα χρόνια τη χώρα είχαν επιστρέψει, ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία είχε περιοριστεί κατά 50% ο αριθμός των Ελλήνων που φοιτούσαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Το «Αυτόνομο Πανεπιστήμιο» της Ελπίδας ήταν όμως κάτι διαφορετικό. Αφορούσε τα δημόσια πανεπιστήμια και τους επέτρεπε να απαλλαγούν σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο του κράτους. Η ίδρυση και λειτουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων αποφασιζόταν πλέον από τα ίδια τα πανεπιστήμια, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε έγκριση από το υπουργείο Παιδείας. Τα πανεπιστήμια στο μέτρο που δεν ζητούσαν πρόσθετα χρήματα από το κράτος μπορούσαν ελεύθερα να ιδρύσουν και προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, αναδιατάσσοντας κατά το δοκούν το προσωπικό τους με μελέτη που κατέθεταν στην ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Καταργούνταν κάθε νομοθετικό όριο στις αποδοχές του διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων πέρα από το μισθό που τους έδινε το κράτος. Ο νόμος έδινε, ασφαλώς, τη δυνατότητα της παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης τόσο για τα προπτυχιακά όσο και για τα μεταπτυχιακά προγράμματα των πανεπιστημίων. Τα δημόσια πανεπιστήμια είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν δίδακτρα σε όσους φοιτούσαν εξ αποστάσεως σε προπτυχιακά προγράμματα σπουδών τους και είχαν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους.
Για τα μεταπτυχιακά προγράμματα μπορούσαν ελεύθερα να επιβάλουν δίδακτρα σε όλους. Ο νόμος καταργούσε βεβαίως το περιττό -μετά τις νέες ρυθμίσεις- Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, καθώς και μια σειρά από άχρηστους οργανισμούς υπό την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας. Ακόμη μία πολύ σημαντική ρύθμιση ήταν εκείνη που έδινε καθεστώς πλήρους αυτονομίας στα πανεπιστήμια, τα έσοδα των οποίων από ιδιωτικούς πόρους (δίδακτρα, χορηγίες κ.λπ.) ξεπερνούσαν το ποσοστό της κρατικής επιχορήγησης.
Ξαφνικά θυμήθηκε το πόσο δύσκολο ήταν να πείσει τον πρωθυπουργό και τους συναδέλφους της στην κυβέρνηση για την ορθότητα των μέτρων που είχε προτείνει. Επίσης, η γραφειοκρατία του υπουργείου Παιδείας είχε ξεσηκωθεί εναντίον της. Στην ένσταση του πρωθυπουργού ότι ίσως ήταν συνετότερο να προχωρήσει με πιο μικρά βήματα, είχε απαντήσει αποστομωτικά με την περίφημη φράση του Βάτσλαβ Χάβελ: «Δεν γίνεται να διασχίσεις ένα χάσμα με δύο πηδηματάκια. Αυτό που χρειάζεται η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι ένα αποφασιστικό άλμα».
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του σαββατοκύριακου 29-30 Αυγούστου.