Εν αρχή ην το Σύνταγμα - Μονόδρομος η τήρηση της νομιμότητας στα τηλεοπτικά

Εν αρχή ην το Σύνταγμα - Μονόδρομος η τήρηση της νομιμότητας στα τηλεοπτικά

Του Γιάννη Ανδρουλάκη

Ο νόμος 4339/2015 «για την αδειοδότηση των παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης», γνωστός «ως νόμος Παππά» κρίθηκε αντισυνταγματικός, ως προς την επίμαχη, κρίσιμη διάταξή του για την αρμοδιότητα του υπουργού να αποφασίζει τον αριθμό των δημοπραττούμενων αδειών καθώς και για την τιμή εκκίνησης ανά κατηγορία δημοπράττησης, αρμοδιότητα που κρίθηκε ότι ανήκει στο Εθνικό ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 15 παρ. 2  του Συντάγματος.

Της (αναμενόμενης ως προς το περιεχόμενο) απόφασης του ΣτΕ προηγήθηκαν χονδροειδείς και ασυνήθιστες στην νεότερη κοινοβουλευτική μας ιστορία παρεμβάσεις, που απέβλεπαν στην άσκηση πιέσεων στους δικαστές της θερινής Ολομέλειας του Δικαστηρίου αλλά ταυτόχρονα (και εναλλακτικά) στην απαξίωση της αναμενόμενης απόφασης στα μάτια της κοινής γνώμης. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν έντυπα και διαδίκτυο, προκαλώντας εύλογη αγανάκτηση σε κάθε νηφάλιο και σκεπτόμενο άνθρωπο αλλά και στους ίδιους τους δικαστές που αισθάνθηκαν ότι προκαλούνται ευθέως στο πεδίο της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας.

Η κυβέρνηση, που φαίνεται ότι ενορχήστρωσε όλη αυτήν την προσπάθεια απαξίωσης της Δικαιοσύνης και νόθευσης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών του πολιτεύματος, βρέθηκε τελικά αμήχανη και «στην γωνία» μετά την έκδοση της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού, αφού αυτό που επέλεξε ως προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσής με την αντιπολίτευση φάνηκε να εξελίσσεται σε μία κολοσσιαία αποτυχία εξαιτίας της οποίας ανατράπηκαν τα «τετελεσμένα» ενός διαγωνισμού-παρωδία, ο οποίος διεξήχθη σε συνθήκες φαιδρής μυστικότητας και δεν τηρήθηκαν στοιχειώδεις κανόνες ενός κανονικού πλειοδοτικού διαγωνισμού. Τα χρήματα που καταβλήθηκαν θα αναζητηθούν από το ελληνικό κράτος, η κατάσταση στο τοπίο των συχνοτήτων θα εξακολουθήσει να είναι αρρύθμιστη και η κυβέρνηση δεν θα μπορεί πλέον να λέει ότι έβαλε τάξη στο χάος και την ανομία, όπως με τόση αυταρέσκεια κόμπαζε τον τελευταίο καιρό.

Αν και επιχειρήθηκε λοιπόν, μία ανεπίτρεπτη και βαριά προσβολή των θεσμών, στο όριο της καταρράκωσής τους, η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη εξουσία και λειτουργία του πολιτεύματος άντεξε στις πιέσεις, δεν ευθυγραμμίστηκε με τις παράδοξες νουθεσίες της ηγεσίας της και όχι μόνο αποφάνθηκε σωστά, σύμφωνα με το σύνταγμα αλλά οριοθέτησε με σαφήνεια και καθαρότητα τα όρια άσκησης της πολιτικής εξουσίας στην φυσική τους οριογραμμή όπως επιβάλλουν οι αρχές του κράτους δικαίου και της διάκρισης των λειτουργιών. Ζήσαμε λοιπόν μια παραλίγο «τομή» στην κοινοβουλευτική μας ιστορία και η κατάσταση σήμερα θα ήταν ζοφερή για την δημοκρατία μας αν δεν υπήρχαν δικαστές στην Αθήνα.

Από δω και πέρα όμως τι γίνεται; Πρέπει να ρυθμιστεί η αρρύθμιστη κατάσταση στα τηλεοπτικά και αν ναι, με ποιον τρόπο? Στα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντήσει η πολιτική. Και πρέπει να απαντήσει γρήγορα και σωστά ώστε να μην χρειαστεί να την ξαναβγάλει από την δύσκολη θέση η Δικαιοσύνη.

Συγκεκριμένα:

Το δικαίωμα χρήσης ενός δημοσίου αγαθού, όπως είναι οι τηλεοπτικές συχνότητες πρέπει ασφαλώς να αποκτάται έναντι ανταλλάγματος είτε τίμημα λέγεται αυτό είτε μίσθωμα είτε αποζημίωση χρήσης. Ο αριθμός όμως των δικαιούχων δεν μπορεί να είναι κλειστός. Και δεν μπορεί, όχι μόνο γιατί αυτό προσκρούει στην συνταγματική επιταγή για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ειδικότερη έκφανση της οποίας είναι και η ελευθερία του επιχειρείν αλλά γιατί αυτό υποδεικνύεται και από την ανάγκη για ελεύθερη και πολυφωνική ενημέρωση. Η βιωσιμότητα των καναλιών, αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση στον βαθμό που τις συνέπειες της χρεοκοπίας τους θα επωμιστεί η κοινωνία αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να προβλεφθεί με την επισύναψη εμπεριστατωμένης μελέτης στον φάκελο αδειοδότησής τους ώστε ο κίνδυνος να είναι σημαντικά μειωμένος.

Την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών, τους όρους και την διαδικασία είναι αρμόδιο να αποφασίζει το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Όχι ο υπουργός αλλά η Ανεξάρτητη Αρχή, που γι αυτόν ακριβώς τον λόγο συγκροτείται από την βουλή με ειδική, αυξημένη πλειοψηφία, ώστε να περιβάλλεται με το τεκμήριο αμεροληψίας αλλά και να έχει το αναγκαίο για την υλοποίηση της αποστολής της αυξημένο κύρος.

Αν η κυβέρνηση, που έχει απωλέσει την αξιοπιστία της ως προς τις πραγματικές της προθέσεις, που έχει ξοδέψει σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό της κεφάλαιο και είναι ήδη εκτεθειμένη στα μάτια των πολιτών για την καθολική αποτυχία της πολιτικής της επιθυμεί, έστω και αυτήν την τελευταία στιγμή να διασώσει στοιχειωδώς την υστεροφημία της, οφείλει να κάνει κάθε αναγκαία υποχώρηση ώστε να καταστεί δυνατή η συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. και τα πράγματα να εξελιχθούν όπως ταιριάζει σε μία ευνομούμενη πολιτεία.

Οι τακτικές κινήσεις και τα τεχνάσματα στην πολιτική είναι χρήσιμα αλλά συνήθως ισχύει γι αυτά η λαϊκή σοφία: «της Κυριακής γιορτή και της Δευτέρας λύπη». Ας σοβαρευτεί λοιπόν κάποια στιγμή και ας ακολουθήσουν τον δρόμο της αρετής, που από ό,τι φαίνεται, στην προκειμένη περίπτωση και πιο εύκολος είναι και μακροπρόθεσμα οφέλη εξασφαλίζει, αφού θα της πιστωθεί, ότι, έστω κι έτσι έστω μέσα από παλινωδίες κατάφερε να δημιουργήσει ένα σταθερό πλαίσιο νομιμότητας στο τηλεοπτικό τοπίο.