Τους τελευταίους μήνες οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εξελιχθεί με ένα τρόπο που κάνει σε όλους φανερό ότι το ζήτημα ξεπερνά κατά πολύ την έννοια της απειλής της εθνικής μας κυριαρχίας. Ακόμα κι αν η Τουρκία δεν έχει καμία πρόθεση να δημιουργήσει κάποιο θερμό επεισόδιο ή ακόμα χειρότερα, να κινηθεί απειλητικά εναντίον μας, ήδη προξενεί ζημιά ο τρόπος με τον οποίο το ζήτημα έχει εγκατασταθεί στο δημόσιο διάλογο.
Ενώ η κυβέρνηση εργάζεται σκληρά σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και κάθε μέρα που περνάει έχει να επιδείξει έργο, η συζήτηση απομακρύνει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα ουσιώδη: τη διαχείριση της πανδημίας, την προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας, τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει και αλλάζουν προς το καλύτερο την καθημερινότητα των Ελλήνων.
Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι ζητούσαμε διάλογο με την Τουρκία ώστε να κλείσουμε, στο βαθμό του δυνατού, τα ζητήματα. Δεν είναι ότι φοβόμαστε την πολεμική σύγκρουση. Δεν τη φοβόμαστε καθόλου. Η Ελλάδα δύσκολα ηττάται στη θάλασσα και ο στρατός των ελεύθερων πολιτών που δεν έχει υποστεί την ταπείνωση που έχουν υποστεί οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, έχει πολύ υψηλό φρόνημα και πάθος. Και όλα αυτά σε μια συγκυρία που η Ελλάδα έχει αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στους συμμάχους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ποτέ δεν φοβηθήκαμε, δεν φοβόμαστε, δεν θα φοβηθούμε και ούτε θα δεχτούμε αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας όπως αυτή ορίζεται από τις διεθνείς συνθήκες. Δεν χρωστάμε σε κανένα ούτε χιλιοστό από το έδαφός μας.
Όμως η Ελλάδα είναι μια χώρα που τον Ιούλιο του 2019 αποφάσισε, δημοκρατικά, στην κάλπη ότι θέλει να φύγει μπροστά και η κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Αυτό φυσικά το γνωρίζει καλά η τουρκική πλευρά. Ξέρει ότι δημιουργεί στη χώρα μας εκνευρισμό, εξαναγκάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σπαταλά πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο με τους εταίρους και εμπεδώνει το στερεότυπα του μόνιμα παραπονούμενου Έλληνα που έχει κουράσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Και σε καθημερινό επίπεδο ακόμα, η διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποσπά την προσοχή του πρωθυπουργού και του ροκανίζει το χρόνο. Ξέρουν πολύ καλά οι Τούρκοι τι κάνουν και πόση ζημιά προκαλούν μόνο με τις βόλτες των ερευνητικών πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι προφανές σε όλους ότι με τον Ερντογάν δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια διαλόγου και συνεννόησης. Ο άνθρωπος δεν θέλει διάλογο. Ίσως και να μην θέλει και πόλεμο. Σίγουρα όμως θέλει να μας κρατά απασχολημένους μαζί του και να μην μας αφήσει να αφοσιωθούμε στην ανασυγκρότηση της χώρας μας.
Πρέπει να φανούμε ψύχραιμοι και ανθεκτικοί. Ο κ. Τσίπρας και η κυρία Γεννηματά με τις προχθεσινές δηλώσεις τους για τα 12 μίλια έκαναν ένα αναπάντεχο δώρο στον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά. Από τη στιγμή που βγήκαν να παραστήσουν τους σκληρούς πατριώτες, κόπηκαν μαχαίρι οι ακραίες φωνές εντός της ΝΔ που δεν θέλουν σε καμία περίπτωση και σε τίποτα να ταυτίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως με το ΚΙΝΑΛ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη χρειάζεται την ηρεμία μέσα στη Νέα Δημοκρατία για αυτό το θέμα.
Είμαστε βέβαιοι ότι ο πρωθυπουργός θα αξιοποιήσει αυτό το αναπάντεχο δώρο και με ψυχραιμία και γενναιότητα θα εξηγήσει στους πολίτες τι πρέπει να περιμένουν σε κάθε περίπτωση και τι συνεπάγεται κάθε στρατηγική επιλογή. Όχι για να φοβηθούμε, το αντίθετο, αλλά να γίνει σαφές σε όλους και προς όλες τις κατευθύνσεις πως είμαστε μια φιλειρηνική χώρα που προσπαθεί να βρει το δρόμο της μετά από μια δεκαετή περιπέτεια και δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να μας σταματήσει.