Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ δεν αισθάνονται καθόλου άνετα. Καθημερινά, πληθαίνουν οι βουλευτές που βλέπουν τις εξελίξεις να ξεπερνούν τις δυνατότητές τους. Φαίνεται να μην μπορούν πια να κατανοήσουν τον όγκο των εξελίξεων και την επικινδυνότητα της κατάστασης.
Είναι προφανές ότι ακόμα βολεύονται στην καρέκλα αλλά δεν ξέρουν που μπορεί να τους οδηγήσει μία αδυναμία ελέγχου. Κάποιοι συνειδητοποιούν ότι η κυβέρνηση υποθάλπει ή καθοδηγεί ένα κατηγορητήριο δύο πρώην πρωθυπουργών και οκτώ πρώην υπουργών! Και ότι έχουν να κάνουν με μία δικογραφία που είναι εν πολλοίς κατασκευασμένη και ταυτόχρονα καταδικασμένη να μπει σε κάποιο συρτάρι παραγραφής.
Εν τω μεταξύ, ακόμα πιο τραγικός μοιάζει ο ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θα συρθεί σε μία πόλωση και έναν διχασμό άνευ προηγουμένου μέχρι τις εκλογές. Είτε γιατί θα πρέπει να υποστηρίξει ένα κόμμα που τον «γοητεύει» με τον παραπλανητικό αμοραλισμό του είτε γιατί φοβάται πως θα χαθεί κάθε προστασία του πελατειακού δικτύου στο οποίο ανήκει.
Και όλα αυτά επειδή προτίμησε και επιμένει να προτιμάει την ψευδαίσθηση του κρατισμού παρά το στοιχειώδες ρίσκο μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Οδηγός σ΄αυτή την ανεξέλεγκτη πορεία θα είναι μοιραία ο πρωθυπουργός. Μόνιμος εξαρχής «γητευτής» των ταπεινών ενστίκτων τόσων πολλών που νομίζουν ακόμα ότι «η Γη είναι επίπεδη» και «ότι θα ζήσουν αιώνια» προστατευμένοι κάτω από την εύνοια της ανομίας τους.
Eίναι όμως, η βαριά μοίρα των εύκολων ανθρώπων να επωμίζονται τα βάρη που δεν τους αναλογούν. Να φέρουν πάνω τους, τη σαγήνη της εξαπάτησης και να υποκύπτουν στον τυχοδιωκτισμό της εξουσίας.
Αλλά «δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε». Ο Αλέξης Τσίπρας είπε το ναι, γιατί δεν άκουσε «των παλιών τις υποθήκες». Δεν τις ήξερε. Δεν είχε ιδέα πως είναι. Νόμισε ότι όλα γίνονται περίπου σαν να μην γίνονται..! Γιατί δεν φαντάστηκε ποτέ του ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην διαδικασία να γίνουν. Εκλέχτηκε στην αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ, όχι για να κυβερνήσει τη χώρα αλλά για να συνεχίσει επάξια το έργο της Αριστεράς των αρνητών. Όχι κάποιων δημιουργών.
Μήπως όμως, είμαστε μια κοινωνία αρνητών και γι΄αυτό εκλέγουμε αυτούς τους ηγέτες; Μήπως δεν είναι μόνο το ζήτημα της Αριστεράς αλλά ένα φαινόμενο συμπλεγματικής τάσης απέναντι στο εκτόπισμα της δράσης και της δημιουργίας;
Δεν μπορώ να υπολογίσω το ποσοστό των Ελλήνων που επιθυμούν να «συμπαθούν» και να οικτίρουν τους ηγέτες τους και όχι να τους θαυμάζουν. Καταλαβαίνω όμως, πολύ καλά, την αγωνία ενός άλλου ποσοστού που δεν ανέχεται πια τον διασυρμό της δικής τους συνείδησης από καρικατούρες «παλιών φαντασμάτων» που επωμίστηκαν ρόλους ανάξιους των δυνατοτήτων τους.
Η χώρα έχει ανάγκη από ανάταση και αυτό δεν είναι μόνο θέμα προσώπων. Είναι ζήτημα πλειοψηφούσας απαίτησης και συλλογικής ετοιμότητας. Μπορεί να είναι εύκολο το «πιο χαμηλά» αλλά σε λίγο, θα είναι θέμα επιβίωσης το «λίγο ψηλότερα».