Toυ Ανδρέα Ζαμπούκα
Με ισχυρή πλειοψηφία, την προηγούμενη Κυριακή, απέρριψαν οι Ελβετοί την πρόταση για βασικό εισόδημα ανεξαιρέτως σε κάθε πολίτη. Στο δημοψήφισμα, τέσσερις στους πέντε πολίτες ψήφισαν «όχι».
Η πρόταση είχε παρουσιαστεί από μη κομματική πρωτοβουλία. Η βασική γραμμή επιχειρήματος των μεγάλων κομμάτων που στήριξαν το «όχι», ήταν το τεράστιο δημοσιονομικό κόστος, που θα έφερνε περισσότερους φόρους, αλλά και το αντικίνητρο για εργασία.
Οι Ελβετοί και στο παρελθόν, είχαν απορρίψει την διεύρυνση του χρόνου των διακοπών και άλλες προτάσεις που θα «διευκόλυναν» τη ζωή των εργαζομένων. Είναι άραγε τόσο αδιάφοροι προς την ευκολία, υποφέρουν από «μαζοχισμό» ή μήπως είναι υπερβολικά λογικοί ώστε να μην μπορούμε εμείς οι «ευαίσθητοι» να τους καταλάβουμε;
Όντως, ο ορθολογισμός των Ελβετών είναι κάπως μακρινός για την δική μας κουλτούρα. Μπορεί εύκολα να το καταλάβει κανείς, κάποια ανοιξιάτικα βράδια καθημερινής, όταν η κεντρική οδός Bahnhofstrasse της Ζυρίχης θυμίζει έρημο δρόμο της Αθήνας σε περίοδο διακοπών.
Παρόλα αυτά όμως, η εκτίμηση αντικειμενικών παραγόντων στις συλλογικές αποφάσεις δεν σχετίζεται μόνο με την εσωστρέφεια ενός λαού. Είναι περισσότερο θέμα συνήθειας – «έθους» σύμφωνα με τον Αριστοτέλη- και αντίληψης του ατομικού συμφέροντος στο συλλογικό. Ας πούμε, στο πρόσφατο δημοψήφισμα, το 60% των Ελλήνων θεώρησε πως αν πουν «όχι» στις υποχρεώσεις της χρεοκοπημένης τους χώρας προς τους δανειστές της, αυτοί, με σκυμμένο το κεφάλι, θα υποστούν τις συνέπειες της «λαϊκής» ετυμηγορίας! Και όχι μόνο αυτό. Το πολιτικό κόμμα που γνώριζε ότι ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο οδήγησε ολόκληρη την κοινωνία, στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή! Γιατί, την επόμενη μέρα, έπραξε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος!
Επομένως, κάθε σύγκριση μεταξύ των δύο λαών είναι επιεικώς κωμική. Όχι όμως, σε όλα. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο λογική αποτίμηση δεδομένων. Είναι και εξωστρέφεια, ζωντάνια, παρόρμηση, συναίσθημα και ένα συνεχές παιχνίδι ενστίκτων. Και στο κάτω κάτω, η ταυτότητα είναι πάντα ταυτότητα. Δεν την αλλάζεις με κάτι άλλο που ποτέ δεν υπήρξες.
Σκέφτηκαν οι Ελβετοί πως τα 2500 φράγκα εγγυημένο εισόδημα θα πολλαπλασίαζε τους τεμπέληδες και θα μείωνε την παραγωγικότητα. Θα περιόριζε την διάθεση για εργασία και θα είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην κοινωνική ζωή της χώρας. Σε αντίθεση με τον δικό τους υπολογισμό, εμείς θα θεωρούσαμε ότι λιγότερη εργασία σημαίνει περισσότερη ελευθερία στην καθημερινότητα και πιο πολλές ευκαιρίες για ποιότητα ζωής.
Ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, η ειδοποιός διαφορά είναι το ίδιο το κράτος και η σχέση που έχουν οι πολίτες μ΄αυτό. Οι μεν Ελβετοί δεν έχουν καμία υπόνοια ότι ο δημόσιος πλούτος βρίσκεται σε λάθος χέρια και πως η διαχείρισή του δεν είναι ανταποδοτική προς την δική τους επαγγελματική δραστηριότητα. Αντίθετα, οι Έλληνες δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην εξουσία που διαχειρίζεται τον κόπο τους και την παραγωγικότητά τους. Γιατί ξέρουν ότι όσα και να διαθέσουν για το κοινό ταμείο, δεν πρόκειται ποτέ να είναι ανταποδοτικό.
Στην ελβετική κοινωνία, υπάρχει η σημαντικότερη αρχή των κοινωνιών: η εμπιστοσύνη σε θεσμούς και ανθρώπους. Υπάρχει κράτος δικαίου και κοινωνία αμοιβαιότητας με βαθιές πολιτικές και πολιτισμικές καταβολές.
Παρόλα αυτά, ένα ιστορικό δείγμα μπορεί να μας κάνει αισιόδοξους για το μέλλον. Ο Καποδίστριας είναι ο Έλληνας που εδραίωσε την αποκέντρωση και οργάνωσε το ελβετικό κράτος, εκπονώντας το Σύνταγμά του. Έχουμε λοιπόν, κι εμείς ελπίδες να βρεθεί ξανά μπροστά μας κάποιος «Καποδίστριας» κι αυτή τη φορά να μην τον σκοτώσουμε! Δεν γεννηθήκαμε καχύποπτοι, «πειρατές» και φοροφυγάδες. Όπως συνηθίσαμε στην «κλεφτουριά» και στην απάτη, έτσι μπορούμε μια μέρα να τα ξεχάσουμε. Και μάλιστα, χωρίς να χάσουμε την τρέλα και τον θόρυβο απ΄τις ζωές μας…