Το Ελληνικό της καρδιάς μας ή το Ελληνικό του ΣΥΡΙΖΑ;

Το Ελληνικό της καρδιάς μας ή το Ελληνικό του ΣΥΡΙΖΑ;

Σύμβολο της εθνικής ανάπτυξης, της Ελλάδας που θέλουμε, της πορείας προς το αύριο, του άλματος προς στα πάνω; Ή μήπως σύμβολο της εθνικής μας κακοδαιμονίας, της Ελλάδας του χθες, των ιδεοληπτικών που δεν θέλουν καμιά επένδυση, που δεν πιστεύουν στην ανάπτυξη αλλά πλάθουν όνειρα καταστροφής; Και στις δύο περιπτώσεις, αναφερόμαστε στο Ελληνικό, στο οποίο χθες μπήκαν οι πρώτες μπουλντόζες. Τον χώρο των παλιών αεροδρομίων που είκοσι χρόνια δεν είχε τύχει καμίας φροντίδας και ρήμαζε παρατημένος στην τύχη του. Αυτό που δεν άξιζε στη χώρα μας, το σύμβολο της παρακμής.

Ποιο Ελληνικό από τα δύο θέλουμε; Θέλουμε το Ελληνικό του αύριο, με τα έργα, το μεγαλύτερο παραθαλάσσιο πάρκο της Μεσογείου, τις εγκαταστάσεις που έχουν προγραμματιστεί και τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν; Ή θέλουμε μια εγκαταλελειμμένη έκταση, με σβηστά φώτα και σβυσμένο μέλλον; Όπως την ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μαξιμαλιστικά μιλούσε για τα πάντα, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να μην υλοποιηθεί το σχέδιο της Lamda Development;

Και ναι μεν δεν ήθελε, συντασσόμενος, μάλιστα, με κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά είχε αναλάβει μνημονιακή υποχρέωση. Πώς να καταφέρει όμως να τινάξει το πρόγραμμα στον αέρα χωρίς να φανεί ότι αυτός φταίει; Ε, λοιπόν, ας είναι καλά η γραφειοκρατία, οι καθυστερήσεις- παγίδες από υπηρεσίες και οι προσφυγές των «κινημάτων» στα δικαστήρια. Το ένα τέλειωνε, το άλλο άρχιζε.

Η προσφυής ιδέα να μετατραπεί μέρος της έκτασης σε χώρο αποθήκευσης σκουπιδιών, έπεσε καταρχάς στο τραπέζι. Από πότε πάνε μαζί πάρκο, σκουπίδια, αρχαιότητες και περιβάλλον; Από τότε που κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ιδέα για πάρκο είχε προηγηθεί, και διάφοροι φορείς, όπως και κάποιοι τοπικές δημοτικές αρχές, την είχαν ενστερνιστεί. Βέβαια, ουδείς είχε εκπονήσει κάποιο στοιχειώδες σχέδιο. Πώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει ένα τέτοιο μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο; Προϋπόθεση δεν είναι τα έσοδα ώστε να υπάρχει συντήρηση και ασφάλεια; Οι ενδιαφερόμενοι είχαν άλλη εντύπωση. Συνέχισαν, λοιπόν, τις καταγγελίες για την «κακή» επένδυση. Προφανώς τους γοήτευε το Ελληνικό παρατημένο και γεμάτο σκουπίδια (που υπήρχαν, ανεξάρτητα από τον «σταθμό» σκουπιδιών που δεν έγινε ποτέ).

Μαθημένα τα «κινήματα» να φορτώνουν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο την ευθύνη για την προστασία των πάντων, ιδίως για την προστασία του περιβάλλοντος, έκαναν πολλές προσπάθειες να εκδώσει το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο του υπουργείου Πολιτισμού μια γνωμοδότηση που θα τους δικαίωνε και θα τίναζε στον αέρα την επένδυση. Ολοι επικεντρώθηκαν στην κήρυξη των αρχαιολογικού χώρου των 3.000 στρεμμάτων από τα 6.000 της επένδυσης. Σε πρώτη φάση. Γιατί στη δεύτερη, που θα προχωρούσαν οι κατασκευές στο άλλο μισό ακίνητο, θα είχαν κάθε δικαίωμα να θέσουν θέμα κήρυξης και του υπολοίπου, καθώς όλο και κάποια αρχαία πετρούλα μπορεί να βρισκόταν.

Στην κυβέρνηση επικρατούσε τρικυμία εν κρανίω. «Η επένδυση στο Ελληνικό θα γίνει, χωρίς όμως να παρακάμπτονται οι θεσμοθετημένες διαδικασίες, ούτε αυτές όμως να διαρκούν αενάως. Κάθε πλευρά πρέπει να κατανοήσει τις ανησυχίες της άλλης» έλεγε ο Γιάννης Δραγασάκης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που, ας πούμε, βιαζόταν κάπως να δείξει ότι το έργο προχωρά.

«Οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να προστατεύσουν την ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ‘ναι’ στις επενδύσεις αλλά με σεβασμό στους κανόνες και τους νόμους» τόνιζε ο Πάνος Σκουρλέτης, υπουργός Εσωτερικών, καλύπτοντας το «κατενάτσιο».

«Η θεσμική οδός επίλυσης κάποιων θεμάτων είναι υποχρεωτική. Κανείς δεν μπορεί να κατασκευάσει ένα έργο χωρίς τη γνώμη των δασικών και αρχαιολογικών υπηρεσιών» διατεινόταν ο Σωκράτης Φάμελλος, αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κι αυτός «στρίβειν» δια των υπηρεσιών.

Εντέλει, το ΚΑΣ, ακόμα και ύστερα από συνεχείς αναβολές της συνεδρίασης και πιέσεις προς τα μέλη του, κήρυξε μόλις το 10% από όσο ζητούσε η εφορεία αρχαιοτήτων και η πολιτική ηγεσία: 280 στρέμματα. Τζάμπα ο κόπος, τζάμπα τα ξενύχτια. Η ιδεοληψία κάποιων αρχαιολογικών κύκλων ηττήθηκε κατά κράτος και από το ΚΑΣ και από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Λίγα αρχαία και πέντε σύγχρονα μνημεία κηρύχθηκαν. Αλλά και αυτό, θεωρήθηκε από τους ενδιαφερόμενους «απαρχή για συνέχιση κηρύξεων αρχαιολογικών χώρων στο Ελληνικό». Ευτυχώς δεν επρόκειτο να γίνει κάτι τέτοιο. Διότι, για να γίνει κήρυξη πρέπει να υπάρχουν αρχαία. Αλλιώς…

Τι έκρυβε αυτή η εμμονή; Τον στόχο τους να ελέγξουν μέσω της αρχαιολογίας την επένδυση. Με το πρόσχημα πως το παρακείμενο αρχαίο βλάπτεται, το ΚΑΣ άρχισε να θέτει ζητήματα ελέγχου υψών γειτονικών κτιρίων κ.α. Στο τέλος ζήτησε όλες οι μελέτες να περνάνε από αυτό. Με το συγκεκριμένο μέγιστο πρόβλημα υπογράφηκε Κοινή Υπουργική Απόφαση και οι επενδυτές δήλωσαν πως θα εξετάσουν αν θα προχωρήσουν, καθώς μια τέτοια εμπλοκή της αρχαιολογίας μόνο νόμιμη δεν ήταν.

Το βασικό λάθος που είχε διαπραχθεί, εν γνώσει των αρμοδίων, από το προηγούμενο ΚΑΣ ήταν ο ορισμός πως όλες οι μελέτες πρέπει να εγκρίνονται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, λόγω της ύπαρξης αρχαιοτήτων. Ομως αυτό ήταν αυθαίρετο. Στον χώρο υπάρχουν όντως αρχαιότητες και από τα 6.000 στρέμματα τα 280 έχουν κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Καταχρηστικά έχει χρησιμοποιηθεί άρθρο του αρχαιολογικού νόμου, περί έμμεσης βλάβης αρχαιοτήτων, διότι οι αποστάσεις είναι τεράστιες.

Αυτό αναγνώρισε και το Συμβούλιο της Επικρατείας, συζητώντας την κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) που είχε βασισθεί στην γνωμοδότηση του ΚΑΣ. Εβαλε τάξη, τονίζοντας, εν πρώτοις, πως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν έχει, εκ του νόμου, δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος, το οποίο ανήκει σε άλλους φορείς του ελληνικού κράτους. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που το οδήγησαν να απορρίψει σχετική αίτηση φορέων. Είχε, εν τω μεταξύ, αλλάξει κυβέρνηση και η νέα υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη είχε επιδείξει ταχύτητα και αποφασιστικότητα ζητώντας από τα δύο συμβούλια, ΚΑΣ και ΚΣΝΜ να εκδώσουν νέες γνωμοδοτήσεις ώστε να χρησιμοποιηθούν σε νέα ΚΥΑ.

Σε χρόνο ρεκόρ, λοιπόν, μέσα στον περσινό Αύγουστο, με σοβαρότητα και εγκυρότητα, το υπουργείο Πολιτισμού έκλεισε τις εκκρεμότητες που υπήρχαν σχετικά με την επένδυση του Ελληνικού. Εν τω μεταξύ, είχε απορριφθεί και η προσφυγή για το δάσος. Εκτοτε, ξεκίνησε ο αγώνας δρόμου από τον Αδωνι Γεωργάδη, ώστε να φτάσουμε στη σημερινή έναρξη των εργασιών κατεδάφισης εκατοντάδων κτισμάτων που δεν έχουν κριθεί διατηρητέα. Ευτυχώς, κερδίσαμε ένα μητροπολιτικό πάρκο που θα είναι το μεγαλύτερο παραθαλάσσιο της Μεσογείου, με αρχαιότητες που θα προστατεύονται και θα του προσδίδουν πρόσθετη αξία και κτιριακό πρόγραμμα που θα δώσει άλλο τόνο στην περιοχή. Δηλαδή ανάπτυξη, που θα φέρει θέσεις εργασίας, αντί ενός χώρου θλιβερά εγκαταλελειμμένου στην τύχη του. Κάτι που η Ελλάδα έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα.