Των Δρ. Νικήτα Καστή και Δρ. Αντώνη Ζαΐρη
Στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Jean-Claude Junker, έναν από τους πιο έμπειρους και αφοσιωμένους Ευρωπαίους πολιτικούς, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τη διαρκή και έμπρακτη στήριξή του στην Ελλάδα, σ' όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς κρίσης.
Ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία, με υψηλά ποσοστά της τάξης του 62%, απέρριπτε, υποτίθεται, το σχέδιό του, με το δημοψήφισμα που οργανώθηκε εν είδει μοχλού πολιτικής στήριξης της κυβέρνησης, στοχοποιώντας τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ως τον εκπρόσωπο των ανάλγητων Ευρωπαίων εταίρων, ο κ. Junker έδειξε κατανόηση. Και επέμεινε, εντέλει πείθοντας τους ηγέτες των μεγάλων Κρατών- Μελών, να μην υιοθετηθεί το «σχέδιο εξόδου» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – ύψους 50 δις Ευρώ --, αλλά το κατά περίπου 35 δις Ευρώ ακριβότερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Επρόκειτο για το 3ο στη σειρά Μνημόνιο, το οποίο περιέλαβε τη συνέχιση του συνόλου σχεδόν των ημιτελών από το 2ο Πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, με την τύχη του πολιτικού χρόνου που είχε στη διάθεσή της, προχώρησε ακόμη περισσότερο και σχεδόν αποκλειστικά στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Που, βέβαια, χρειάζονταν εκ νέου, μετά την εγκατάλειψη και άδοξη κατάληξη του 2ου Προγράμματος και τον εξ αυτού και δημοσιονομικό εκτροχιασμό του πρώτου ενεαμήνου του 2015. Και σ' αυτήν την κατεύθυνση η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε με ευκολία, λόγω της εκ των πραγμάτων συνάφειας μιας πολιτικής εντατικής φορολόγησης με το «ιδεολογικό αιώρημα», που διακατέχει τα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης. Αλλά και με επιτάχυνση και εντέλει αποτελεσματικά, με «υπεραποδόσεις», σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στη σημαντική αύξηση των δημοσίων εσόδων, αξιοποιώντας τα θεσμικά «εργαλεία», που είχαν εδραιωθεί με τα προηγούμενα Προγράμματα, παρά την τότε μαχητική αντίθεση της αντιπολίτευσης και νυν κυβέρνησης.
Ενώ, πάντα η παρούσα κυβέρνηση, προσπάθησε συστηματικά, σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικής για τη διαθεσιμότητα κοινωνικών αγαθών, δηλαδή στην υγεία, την ασφάλεια και την παιδεία, να ελαχιστοποιεί – ή και να καταβάλλει με χωρίς προηγούμενο καθυστέρηση – τις λεγόμενες δαπάνες σε τρίτους. Που, ναι μεν αντιστοιχούν σε (πολύ) μικρό μέρος του ετήσιου προϋπ/σμού των υπουργείων και ευρύτερα του δημόσιου τομέα – λόγω του απαγορευτικά μεγάλου ποσοστού που καταλαμβάνει το μισθολογικό κόστος -, αλλά από την άλλη αφορούν σε έργο και εργασίες κρίσιμες για τη μέχρι σήμερα στοιχειώδη, ήδη πολύ χαμηλή, επιχειρησιακή επάρκεια των εν λόγω φορέων. Εξού και τα φαινόμενα υποχώρησης της αποτελεσματικότητας των δομών και των μηχανισμών διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής ειρήνης, της υγείας και της εκπαίδευσης – λιγότερο άμεσα φανερό στην τελευταία λόγω των φύσει μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στο πεδίο.
Είναι φαεινότερον του ηλίου, ότι η απόσταση μεταξύ των πολιτικών προθέσεων, όπως αυτές εν μέρει αποτυπώθηκαν με δείκτες και προαπαιτούμενα στα εκάστοτε «Προγράμματα Προσαρμογής & Μεταρρυθμίσεων», και της εντέλει αποτελεσματικότητάς τους, υπήρξε μειούμενη στο διάστημα από το 2010 έως και το 2014, ενώ απογειώθηκε ξανά κατά το 3ο και τελευταίο Πρόγραμμα. Με μοναδική εξαίρεση το πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, που έτσι κι αλλιώς επιτεύχθηκε και καθ' υπερβολήν, με μιαν εύθραυστη ισορροπία εσόδων και δαπανών του δημοσίου και με την εξίσου καθ' υπερβολήν επιβάρυνση της οικονομίας. Αφού, η ισορροπία αυτή δεν ήλθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής έστω αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτίων της κρίσης. Δηλαδή ως αποτέλεσμα αντίστοιχης προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, με επιτεύγματα στο πεδίο των μη δημοσιονομικών στόχων και προαπαιτούμενων του Προγράμματος (όλοι σχεδόν μάθαμε για τα “prior actions”!).
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο metarithmisi.gr