Του Ιωάννη Λογοθέτη
Τις περασμένες μέρες παρακολουθήσαμε άλλο ένα τρομαχτικό τραπεζικό κραχ υπό εξέλιξη, στο πολύπαθο Ελληνικό Χρηματιστήριο, εν μέσω νέων ανησυχιών για την κεφαλαιακή επάρκεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών αλλά και της αχαρτογράφητης πορείας της αντιμετώπισής του γιγαντιαίου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs).
Παρακολουθώντας την πορεία της Ελληνικής αγοράς τους τελευταίους μήνες τίποτα δεν θυμίζει την επενδυτική ευφορία που επικρατούσε τον περασμένο χρόνο στο ΧΑ όταν ο Γενικός δείκτης αναρριχήθηκε στις 895 μονάδες. Οι μετοχές υποδέχονταν φρέσκα κεφάλαια και τοποθετήσεις διεθνών θεσμικών επενδυτών μετά τις προβλεπόμενες νομοθετήσεις του 3όυ Μνημονίου που αποσκοπούσαν στην παροχή θεσμικών εργαλείων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (απλοποίησης του νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τις αγοραπωλησίες δανείων και τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων).
Έκτοτε η αγορά έχει παραδοθεί στις διαθέσεις των short sellers και σε ένα κλίμα εσωστρέφειας καθώς η περίοδος της ευφορίας είχε διάρκεια ελάχιστων μηνών. Μέσα σε ένα κλίμα πολωμένου πολιτικού περιβάλλοντος, επενδυτικής «ξηρασίας», βαριάς υπερ-φορολόγησης, έλλειψης τραπεζικής ρευστότητας και την κυβέρνησή αποκλεισμένη από τις αγορές, η πλειονότητα των επενδυτών που εμφανίζουν ενδιαφέρον για την Ελληνική αγορά τείνουν να περιορίζονται κυρίως σε κάποια κερδοσκοπικά funds που αποσκοπούν σε ένα γρήγορο βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Το κυβερνητικό αφήγημα περί επιτυχημένης εξόδου της χώρας από τα μνημόνια όπως ήταν αναμενόμενο δεν βρήκε ευήκοα ώτα στην αγορά και δεν έπεισε τα ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια ότι η εικόνα της Ελληνικής οικονομίας αλλά και του χρηματιστηρίου Αθηνών έχει αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερό. Παράλληλα τους τελευταίους μήνες οι διεθνείς αγορές έχουν αντιμετωπίσει μεγάλες διακυμάνσεις εν μέσο πολιτικών νομισματικής συρρίκνωσης των Κεντρικών τραπεζών, γεωπολιτικών ανησυχιών και εξαγγελιών περί εμπορικών πολέμων, με τα ελληνικά assets να παραμένουν εγκλωβισμένα σε έναν κλοιό ρευστοποιήσεων.
Το πρόβλημα των Ελληνικών τραπεζών αφορά τον μεγάλο αριθμό κόκκινων δανείων σε συνδυασμό με την περιορισμένη κεφαλαιακή επάρκεια που είναι στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στον αναβαλλόμενο φόρο – 74% των ίδιων κεφαλαίων βάση επικαιροποιημένων στοιχείων (αναβαλλόμενος φόρος είναι ο συμψηφισμός λογιστικών ζημιών με φοροαπαλλαγές από τα μελλοντικά τους κέρδη που προσμετρώνται στην κεφαλαιακή τους βάση). Βαρίδι στην αξιοπιστία των τραπεζών αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η φτηνή γραμμή χρηματοδότησης της ECB προς τις Ελληνικές τράπεζες έχει διακοπεί εφόσον οι συστάσεις του Κεντρικού Τραπεζίτη, Γ. Στουρνάρα απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση για ιδεοληπτικούς και μικροπολιτικούς λόγους.
Παράλληλα δυσχεραίνεται το έργο τους από τις μηδαμινές προοπτικές ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας αλλά και την αδυναμία τους να διοχετεύσουν ρευστότητα στον ιδιωτικό τομέα ώστε να αυξήσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια τους και εν συνεχεία την κερδοφορία τους. Προς το παρόν τα μοναδικά διαθέσιμα εργαλεία που μπορούν να αξιοποιήσουν οι τράπεζες είναι οι πλειστηριασμοί και οι πωλήσεις μεγάλων πακέτων ενώ το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης NPLs τύπου «bad bank» συζητείται πλέον από την κυβέρνηση αλλά υπάρχουν πολλές δυσκολίες υλοποίησης του, τεχνικού και νομοθετικού περιεχομένου.
Μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2018 οι τράπεζες μείωσαν τα NPLs κατα 17 δισ. με κόστος 7 δισ. στην κεφαλαιακή τους βάση, διαμορφώνοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια στα 22 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναβαλλόμενου φόρου (17 δισ.). Οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι τράπεζες στον SSM είναι να μειώσουν τα NPLs ώστε το 2019 να έχουν υποχωρήσει από τα 92,4 δισ. ευρώ στα 64,6 δισ. γεγονός που καταστεί απαραίτητη την εξεύρεση φρέσκων κεφαλαίων στα επόμενα 3 χρόνια.
Τουτέστιν, οι τράπεζες για να αποφύγουν άλλη μια καταστροφική απομειωτική ανακεφαλαιοποίηση παρόμοια με εκείνη του 2015, είναι υποχρεωμένες να θωρακίσουν την κεφαλαιακή τους βάση εκδίδοντας ομόλογα TIER 2 αλλά και προχωρώντας στην ταχεία πώληση περιουσιακών τους στοιχείων-θυγατρικών, ώστε να απορροφήσουν τις ζημιές των δανειακών χαρτοφυλακίων τους και τις αυξημένες προβλέψεις.
Δυστυχώς η ανεύθυνη και καταστροφική πολιτική του 2015 στοιχειώνει το τραπεζικό σύστημα και την Ελληνική οικονομία διότι η κυβέρνηση επέλεξε να απαξιώσει το μετοχικό μερίδιο του Δημοσίου (ΤΧΣ) στις τέσσερις συστηματικές τράπεζες (τα περιβόητα χαμένα 25.5 δισ.) και να συνεισφέρει στην ανακεφαλαιοποίηση μόνο κατά 5,4 δισ. ευρώ ώστε να κρατήσει μεγαλύτερο μαξιλάρι ''εξόδου από τα μνημόνια''. Εν μέσω προχειρότητας και έλλειψης ρεαλισμού, θεώρησε ότι η μείωση των NPLs θα ήταν εφικτή με ελάχιστα καθαρά κεφάλαια, ενώ αποφάσισε για πολιτικούς λόγους να καθυστερήσει την νομοθέτηση των προαναφερθέντων θεσμικών εργαλείων για τα NPLs για 2 χρόνια.
Η περίοδος της άγνοιας, της αυταπάτης και των αντιφάσεων είναι επιτακτικό πλέον να τερματιστεί άμεσα και να υπάρξει τεχνοκρατική παρέμβαση για πιο αποτελεσματική διαχείριση των NPLs και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών ενώ θα πρέπει να αναζητηθεί άμεσα λύση από κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω ESM καθώς η επόμενοι μήνες θα κρίνουν το μέλλον του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, των καταθέσεων και την Ελληνικής οικονομίας.
*Ο Ιωάννης Λογοθέτης εργάζεται στο City του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικός αναλυτής σε πολυεθνικό επενδυτικό όμιλο.