Ελλάδα και Βρετανία πίστευαν ότι θα λυγίσουν την Ευρώπη

Ελλάδα και Βρετανία πίστευαν ότι θα λυγίσουν την Ευρώπη

Η ελληνική περίπτωση θυμίζει σε αρκετά σημεία το Brexit, κυρίως στο γεγονός ότι και οι δυο χώρες είχαν τη λανθασμένη πεποίθηση πως θα διχάσουν και θα λυγίσουν την Ευρώπη και εντέλει θα πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία, κάτι το οποίο φυσικά δεν συνέβη πουθενά, όπως τονίζει στο liberal.gr ο Βρετανός καθηγητής στο London School of Economics and Political Science, Ιαν Μπεγκ σχετικά με τις ομοιότητες της Ελλάδας με την Βρετανία.

Σχολιάζοντας την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Μπεγκ συμφωνεί ότι υπό όρους οι πρόωρες εκλογές «θα μείωναν την αβεβαιότητα που συνεπάγεται μια μακρά προεκλογική περίοδος», πυροδοτώντας ταυτόχρονα «ένταση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας», καθώς όπως λέει, «μια νέα κυβέρνηση τείνει να έχει περισσότερες ευκαιρίες τα πρώτα χρόνια για να φέρει σε πέρας τις πιο δύσκολες πολιτικές».

Χαρακτηρίζει ρεαλιστικές τις ανησυχίες της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ για την έκταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, δεν αποκλείει τον κίνδυνο να υπάρξει ανατροπή σε κάποιες συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ αναδεικνύει ως νούμερο ένα κίνδυνο τις κατώτερες των προσδοκιών, επενδύσεις.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων. Το 2017, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ δεν ξεπέρασε το 13%, ήταν το χαμηλότερο στην Ε.Ε., και παρέμεινε εκεί και το 2018. Χρειάζεται αυτό να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες», σημειώνει ο κ. Μπεγκ που γνωρίζει από παλιά την Ελλάδα και τις παθογένειές της.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Στην τελευταία σας συνέντευξη στο liberal.gr είχατε υποστηρίξει ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια παραμένουν η μεγαλύτερη προτεραιότητα και η νούμερο ένα πρόκληση για την Ελλάδα. Τι βλέπετε να έχει αλλάξει, επτά μήνες μετά την έξοδο της χώρας από το 3ο μνημόνιο;

φΕίναι σημαντικό να αναγνωρίσει κανείς ότι ο μετασχηματισμός μιας οικονομίας είναι μια αργή διαδικασία, συχνά περιλαμβάνει «πόνο» πριν από τα «κέρδη» και αυτός είναι σωρευτικός.

Είναι φυσιολογικό ότι μετά την έξοδο από ένα τόσο απαιτητικό πρόγραμμα, όσο το 3ο μνημόνιο, μια κυβέρνηση να θέλει να επιβραδύνει το ρυθμό. Ωστόσο, η «ομαλοποίηση» της οικονομίας είναι εμφανής και τα οφέλη ορισμένων από τις μεταρρυθμίσεις θα αρχίσουν να γίνονται προοδευτικά ορατά.

- Στην πράξη όμως, παρά τα πολλά προαπαιτούμενα που έχει ψηφίσει αυτή η κυβέρνηση, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ είναι γεμάτη από σήματα κινδύνου, από το ευάλωτο τραπεζικό σύστημα και τα κόκκινα δάνεια, έως τις αυξήσεις μισθών πάνω από την παραγωγικότητα. Είναι απαισιόδοξη αυτή η οπτική ή μήπως δείχνουν μια δυσάρεστη πραγματικότητα;

Είναι αρκετά ρεαλιστική η προσέγγιση του ΔΝΤ για την έκταση των προβλημάτων, τόσο έντονων όπως τα κόκκινα δάνεια, ωστόσο αντισταθμίζεται από την πολιτική ανάγκη για «χαλάρωση».

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι ο χαμηλός ρυθμός αύξησης παραγωγικών επενδύσεων. Το 2017, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ δεν ξεπέρασε το 13%, το χαμηλότερο στην Ε.Ε., και παρέμεινε εκεί και το 2018. Χρειάζεται αυτό να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες, γι' αυτό και θα χαρακτήριζα ενθαρρυντική την πρόβλεψη της Κομισιόν για αύξηση των επενδύσεων φέτος και του χρόνου.

- Αν δεν υπάρξουν αναταράξεις, τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας δεν θα αντιμετωπίζουν ισχυρές προκλήσεις μέσα στην επόμενη διετία. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο «αν», που σχετίζεται με τη τήρηση των υψηλών πλεονασμάτων και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Πότε πιστεύετε ότι θα μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της;

Είναι αναπόφευκτο ότι η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, έπειτα από όσα πέρασε η Ελλάδα τη τελευταία δεκαετία, θα βρεθεί κάτω από μεγάλη πολιτική πίεση να ελαφρύνει τη λιτότητα και να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτός ο πειρασμός είναι προφανώς μεγαλύτερος σε μια εκλογική χρονιά.

Αλλά έτσι όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, από 1.500 χιλιόμετρα μακριά, οι αρχηγοί των κομμάτων γνωρίζουν πολύ καλά τους κινδύνους μιας υποτροπής αν υπαναχωρήσουν τώρα από τις δεσμεύσεις τους.

- Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αγορές «χαιρετίζουν» το σενάριο των πρόωρων εκλογών, καθώς αυτό θα μειώσει τον κίνδυνο μιας ακόμη χαμένης χρονιάς για την Ελλάδα, συν το γεγονός ότι ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης, δεσμεύεται να συνεχίσει εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Συμφωνείτε ότι οι πρόωρες εκλογές θα ήταν θετικές για την ελληνική οικονομία;

Αυτή είναι μια από τις ερωτήσεις όπου η απάντηση εξαρτάται από κάποιους παράγοντες. Πράγματι, οι πρώρες εκλογές, θα μείωναν την αβεβαιότητα που συνεπάγεται μια μακρά προεκλογική περίοδος, και θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε ένταση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, καθώς μια νέα κυβέρνηση τείνει να έχει περισσότερες ευκαιρίες τα πρώτα χρόνια για να φέρει σε πέρας τις πιο δύσκολες πολιτικές. Αλλά δεν αποκλείεται σε αυτή τη πορεία να ανακοπούν κάποιες προσπάθειες που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη.

- Σύμφωνα με ένα σενάριο συνδυασμένων δυσμενών εξελίξεων του ΔΝΤ, το διαθέσιμο μαξιλάρι της Ελλάδας θα εξαντληθεί στα τέλη του 2021, οπότε από το 2022 και μετά, η χώρα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικό κενό, δυσκολία εξυπηρέτησης του χρέους, αφού θα υποχρεούται να πληρώνει πολύ υψηλά επιτόκια, ενώ κάποιοι μιλούν ακόμη και για ανάγκη ενός νέου μνημονίου. Είναι εντελώς ακραίο ένα τέτοιο σενάριο;

Η επιστροφή στην ανάπτυξη κάνει τα πράγματα πιο εφικτά, καθώς όσο αυξάνεται ο παρονομαστής του λόγου «χρέος / ΑΕΠ», το απόθεμα του χρέους αρχίζει να μην φοβίζει όσο στο παρελθόν.

Με τόσο υψηλό ποσοστό χρέους, η Ελλάδα θα παραμείνει ευάλωτη, ωστόσο αν ο ρυθμός ανάπτυξης αρχίσει να ξεπερνά το κόστος δανεισμού της χώρας, η δυναμική θα αρχίσει να είναι ευνοϊκή, καθώς θα υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια για μετακύλιση του χρέους προς το μέλλον. Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, πρόσφατα ανέδειξε ένα πειστικό επιχείρημα για να επανεξεταστούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το χρέος.

- Αρκετοί αναλυτές προχωρούν σε συγκρίσεις μεταξύ του Brexit και του παρ' ολίγον Grexit το καλοκαίρι του 2015. Εσείς βρίσκετε κάποιες ομοιότητες;

Υπάρχουν ομοιότητες από πολλές απόψεις, ειδικά όσον αφορά την λανθασμένη πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος θα λύγιζε όταν οι διαπραγματεύσεις θα έφταναν στην ολοκλήρωσή τους. Αρκετοί πολιτικοί στην Ελλάδα πίστεψαν το πρώτο εξάμηνο του 2015 ότι η ΕΕ θα διχάζονταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο τέλος θα πετύχαιναν μια συμφωνία με καλύτερους όρους, κάτι που όλοι πλέον ξέρουμε, ότι δεν συνέβη.

Παρομοίως η Βρετανία δοκίμασε, με μικρή επιτυχία, να διχάσει τους 27 της ΕΕ. Παρ' όλα αυτά, το Grexit, αν συνέβαινε, θα αποτελούσε ένα είδος αποβολής από την Ευρώπη, ενώ το Brexit είναι μια μονομερής αποχώρηση. Στην πράξη αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό.

- Σε κάθε περίπτωση, θεωρείτε ότι οι Βρετανοί θα έπρεπε να είχαν μελετήσει καλύτερα την ελληνική περίπτωση;

Ένας πρώην υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας σίγουρα το πιστεύει αυτό, και μιλά συχνά για το θέμα στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, οι ομοιότητες είναι υπερβολικές. Πράγματι, το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθέτησε μη ρεαλιστικές «κόκκινες γραμμές» και έχει υποχρεωθεί να κάνει μια σειρά από παραχωρήσεις.

Αλλά η Βρετανία δεν θεώρησε ποτέ, ούτε και θεωρεί σήμερα τον εαυτό της, ως κάποιον που έφτασε να εκλιπαρεί, όπως έκανε η Ελλάδα τόσο το 2015, όσο και στα δύο προηγούμενα μνημόνια. Αν και θεωρώ μάλλον δύσκολο το σενάριο να μην υπάρξει συμφωνία για το Brexit, και παρ' ότι όλοι συμφωνούν πως θα οδηγούσε σε ένα κακό αποτέλεσμα, εντούτοις αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μια πιθανή απειλή.