Του Γιώργου Χατζηθεοφάνου
Όταν τον Ιούνιο υπογραφόταν η Συμφωνία των Πρεσπών ρώτησα τον Πρέσβη ε.τ Αλέξανδρο Μαλλιά πότε σκοπεύει να παρέμβει δημόσια με ένα σχετικό άρθρο του. Μου απάντησε πως πρώτα θα μελετήσει καλά τη Συμφωνία και μετά θα παρέμβει. Αναμενόμενη απάντηση από έναν άνθρωπο της ευθύνης όπως ο Αλέξανδρος Μαλλιάς. Μέσα μου ήξερα πως το άρθρο θα κατέληγε σε βιβλίο. Κάπως έτσι άλλωστε προέκυψε και το άλλο εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο του «Στον Αστερισμό του Προέδρου Τραμπ- Η άλλη Τουρκία κι εμείς».
Το βιβλίο προλογίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Έχει κι αυτό τη σημειολογία του. Σίγουρα είναι πολύ σημαντικό όταν ένας άνθρωπος του βεληνεκούς του Βαγγέλη Βενιζέλου, ο οποίος υπήρξε πέραν των άλλων Υπουργός Εξωτερικών δέχεται να προλογίσει ένα βιβλίο με αντικείμενο τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σημαίνει πως πρόκειται για μια αξιόλογη δουλειά. Βέβαια υπάρχει και ένα μειονέκτημα. Μετά από έναν τόσο σημαντικό πρόλογο ο αναγνώστης περιμένει ένα εξίσου σημαντικό τουλάχιστο περιεχόμενο.
Είναι σαφές πως ο Αλέξανδρος Μαλλιάς δεν αντιμετωπίζει τέτοιο ζήτημα και μάλιστα όταν το βιβλίο αφορά σε ένα θέμα που ο ίδιος χειρίστηκε ως διπλωμάτης πρώτης γραμμής κι άρα γνωρίζει σε βάθος όσο ελάχιστοι.
Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς ως πρώτος σύμβουλος για πολιτικές υποθέσεις στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Χώρας μας στον ΟΗΕ υπήρξε μέλος της ομάδας διαχείρισης της κρίσης, που προέκυψε όταν η γειτονική Χώρα υπέβαλε,το 1993, αίτημα για ένταξη στον ΟΗΕ με την Συνταγματική της Ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», μαζί με τον τότε Υπουργό εξωτερικών Μιχ. Παπακωνσταντίνου και τον διακεκριμένο διπλωμάτη Γεώργιο Παπούλια.
Η ένταξη της Χώρας αυτής στον ΟΗΕ με την προσωρινή ονομασία πΓΔΜ ήταν αναμφισβήτητα μια μεγάλη επιτυχίαχωρίς αντίστοιχο προηγούμενο στην ιστορία του Οργανισμού. Ακολούθως το 1995 ήταν ο πρώτος Διπλωματικός Αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην πΓΔΜ, στη συνέχεια Πρέσβης στην Αλβανία, Διευθυντής Βαλκανικών Υποθέσεων (2000-2005) στο Υπουργείο Εξωτερικών και Πρέσβης στην Ουάσιγκτον το χρονικό διάστημα 2005-2009 δηλαδή στην συνάντηση Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 ήταν Πρέσβης μας στις ΗΠΑ με ότι αυτό συνεπάγεται.
Το καλοκαίρι του 2009 επιστρέφοντας από την Ουάσιγκτον ορίστηκε Σύμβουλος για Βαλκανικά θέματα της τότε Υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κυβερνητική αλλαγή του Οκτωβρίου 2005, μέχρι τον Δεκέμβριο, οπότε και αποχώρησε από το ΥΠΕΞ λόγω της συνταξιοδότησής του.
Και βέβαια όπως προκύπτει από το βιβλίο πραγματικά μελέτησε σε βάθος τη Συμφωνία. Ήταν ο πρώτος που τουλάχιστο δημόσια αναφέρθηκε στο άρθρο 36 του Συντάγματος των Σκοπίων. Να σημειωθεί πως το βιβλίο εκδόθηκε το Σεπτέμβριο αλλά ήταν έτοιμο από τον Ιούλιο. Η επιλογή να κυκλοφορήσει το Σεπτέμβριο φαντάζομαι πως έγινε για να μην χαθεί ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο μέσα στο καλοκαίρι. Το αναφέρω διότι έχει σημασία. Πολλοί αργότερα αναφέρθηκαν σε θέματα που ο Αλέξανδρος Μαλλιάς πρώτος επισήμανε.
Ξεκινά με την ανάλυση του εγγύς γεωστρατηγικού περιβάλλοντος εντός του οποίου υπογράφηκε η Συμφωνία. Δεν γίνεται ένας σοβαρός αναλυτής να εξετάζει τη Συμφωνία ωσάν η Ελλάδα και η πΓΔΜ να είναι μόνες στον πλανήτη γη. Η επίλυση του ζητήματος αυτού αφορά κι άλλους διεθνικούς παράγοντες που ενδιαφέρονται και επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από το project αυτό. Το επισημαίνω διότι οι περισσότεροι μεταξύ των οποίων και κάποιοι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αναλυτές κάνουν αυτό το λάθος.
Στη συνέχεια περιγράφει μέσα από την δική του ματιά τη διαχείριση της Συμφωνίας στην Ελλάδα. Όταν κάποιοι μουδιασμένοι από τη Συμφωνία παρουσιάζονταν αμήχανοι στα τηλεοπτικά παράθυρα προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν στο πλαίσιο κομματικών συμφερόντων-οφελών ο Αλέξανδρος Μαλλιάς παρουσίαζε τη Συμφωνία ως δύσκολη και εξηγούσε γιατί με επαρκή επιχειρηματολογία.
Ο συγγραφέας από την αρχή μέχρι το τέλος επισημαίνει την απουσία Εθνικής Συνεννόησης, την οποία με αγωνία επιζητά. Δυστυχώς η Κυβέρνηση διαχειρίστηκε τη Συμφωνία δια του Υπουργού των Εξωτερικών με αλαζονεία? με απαράδεκτη, στο πλαίσιο της δημοκρατίας, περιφρόνηση του λαού, των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και του νομικού-θεσμικού πλαισίου της Χώρας.
Αυτές οι συμφωνίες για να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα απαιτούν την υπογραφή τους από τους λαούς κι αυτό με τη σειρά του απαιτεί σχετική ζύμωση μέσα στις δύο κοινωνίες που ποτέ δεν έγινε. Ο συγγραφέας θεωρεί πως η συνάντηση-συνεργασία με τους πρώην Υπουργούς Εξωτερικών που διαχειρίστηκαν το ζήτημα αυτό, από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα,θα κατέληγε σε μια καλύτερη και βιώσιμη συμφωνία, χωρίς το άρθρο 7 που αναφέρεται σε εθνότητα και γλώσσα.
Επισημαίνει επίσης και το διχασμό που επιχειρήθηκε με απαράδεκτα συνθήματα «Εθνικιστές» και «Φασίστες» από τη μια πλευρά και «Προδότες» από την άλλη. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση προσέγγισης της Συμφωνίας. Μέσα από τέτοια γεγονότα δοκιμάζεται η ίδια η δημοκρατία και δυστυχώς ο βαθμός που έλαβε ήταν ιδιαίτερα χαμηλός. Σίγουρα στα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την εδραίωση της δημοκρατίας ωστόσο υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη ώστε η Ελλάδα να γίνει μια σύγχρονη, βαθιά δημοκρατική και ευρωπαϊκή Χώρα.
Ακολούθωςστο τρίτο κεφάλαιο επιχειρεί μια σύντομη πλην όμως ουσιαστική ιστορική προσέγγιση του ζητήματος από την ημέρα που προέκυψε μέχρι τη Συμφωνία. Εδώ ο συγγραφέας μας πληροφορεί, σε άλλους που θέλουν να ξεχάσουν υπενθυμίζει, πως από το 1993 συζητούμε με την άλλη πλευρά τη σύνθετη ονομασία.
Στο κεφάλαιο αυτό επίσης έναν καλοπροαίρετο αναγνώστη τον βγάζει από το μικρόκοσμό του και τον μεταφέρει στο διεθνές σύστημα όπου πέρα της Ελλάδας και της πΓΔΜ υπάρχουν κι άλλα έθνη-κράτη, οργανισμοί αλλά και άλλοι πόλοι ισχύος ως δρώντες τους οποίους η Ελλάδα δεν ελέγχει και που συνθέτουν το περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνονται οι αποφάσεις. Με λίγα λόγια η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει όπως μερικοί ζητούν μέσα από έναν παιδικό εγωκεντρισμό.
Κι έτσι φθάνουμε στο τέταρτο κεφάλαιο, αυτό που περιμένει κάποιος αγοράζοντας το βιβλίο αυτό. Την ανάλυση της Συμφωνίας. Επιλέγει, μέσα από την ματιά του έμπειρου διπλωμάτη που διαχειρίστηκε το ζήτημα αυτό από την ημέρα που ήρθε στην επιφάνεια μέχρι την αφυπηρέτησή του αλλά και στη συνέχεια μέχρι σήμερα, τα ουσιαστικά σημεία της Συμφωνίας αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
Προφανώς δεν τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει εντυπώσεις αλλά να ενημερώσει τον απλό αναγνώστη χωρίς νομικές κι άλλες ιδιαίτερες γνώσεις να κατανοήσει το περιεχόμενο της Συμφωνίας. Το βιβλίο αυτό δεν είναι γραμμένο μόνο για τους ειδικούς αλλά για κάθε απλό αναγνώστη που θέλει μια αντικειμενική, χωρίς κομματικά γυαλιά και χωρίς συνθήματα, ενημέρωση για το ζήτημα αυτό. Ωστόσο φροντίζει να καταστήσει σαφές πως στην αποτίμηση της συμφωνίας δεν μπορεί να απουσιάζει το υποκειμενικό στοιχείο.
Εδώ λοιπόν θεωρεί επιτυχία την σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις. Αναρωτιέται γιατί δεχθήκαμε να υπάρχει στη Συμφωνία το άρθρο 7 δηλαδή συμφωνία στην Μακεδονική Εθνότητα και Γλώσσα αφού ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν. Μας ενημερώνει πως τα ψηφίσματα 817 και 845 του ΣΑ του ΟΗΕ του 1993 στη βάση των οποίων έγιναν οι διαπραγματεύσεις αναφέρονται σε μια διαφορά, αυτή του ονόματος, ενώ η Συμφωνία των Πρεσπών μιλά για «διαφορές» προσθέτοντας τα ζητήματα γλώσσας και εθνότητας-ιθαγένειας.
Διαφωνεί με τον όρο «Nationality»επιλέγοντας ως ορθότερο το «Citizenship»ωστόσο παραδέχεται πως σε μια Συμφωνία δεν μπορείς να πετύχεις όλα όσα θέλεις. Αφιερώνει πολλές σελίδες στο ζήτημα του άρθρου 7 προφητεύοντας ουσιαστικά, αφού το βιβλίο γράφηκε ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, πως θα αποτελέσει τη βάση της μεγάλης διαφωνίας στο εσωτερικό της Χώρας.
Προτείνει όμως εναλλακτικές με επαρκή επιχειρηματολογία, όπως και για το ζήτημα της γλώσσας επικαλούμενος τις θέσεις του Ευάγγελου Κωφού στον οποίο αφιερώνει το βιβλίο αυτό. Επισημαίνει όπως είπα στην αρχή το ζήτημα που εκ των υστέρων άλλοι έθεσαν σχετικά το άρθρο 36 του Συντάγματος των Σκοπίων.
Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στον ρόλο των Αλβανών τον οποίο χαρακτηρίζει μέσα από επαρκή επιχειρηματολογία καταλυτικό στην εγκατάλειψη της πολιτικής του εξαρχαϊσμού του Γκρουέφσκι και της αναζήτησης μιας λύσης με την Ελλάδα με στόχο την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Εδώ μου γεννήθηκε η απορία εάν και κατά πόσο η Ελλάδα είχε περιθώρια εκμετάλλευσης του αλβανικού παράγοντα στο ζήτημα της εθνότητας και γλώσσας.
Μετά τον επίλογο στον οποίο επέλεξε να παραθέσει δύο δικά του άρθρα ο αναγνώστης θα βρει σε Παραρτήματα τη Συμφωνία στην Αγγλική και Ελληνική μεταφρασμένη από τον ίδιο. Επίσης θα βρει τα ψηφίσματα 817 και 845 του ΣΑ του ΟΗΕ στη βάση των οποίων έγιναν όλες οι διαπραγματεύσεις από το 1993 μέχρι σήμερα και τέλος μια δική του ανάλυση στο ΕΛΙΑΜΕΠ σχετικά με την καταδικαστική για τη Χώρα μας απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, όπου προσέφυγε η πΓΔΜ, για παραβίαση της ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Η Συμφωνία πλέον έχει επικυρωθεί από την Ελληνική Βουλή. Ο συγγραφέας παρουσιάζει μια σειρά ατελειών που θα δημιουργήσουν προβλήματα στην εφαρμογή της. Δεν είμαι νομικός ούτε έμπειρος διπλωμάτης όπως ο Αλέξανδρος Μαλλιάς και δεν μπορώ να έχω σχετική άποψη επί του ζητήματος. Θεωρώόμως πως εάν η Συμφωνία αυτή περπατήσει ή όχι είναι ένα ζήτημα καθαρά πολιτικών και μόνο αποφάσεων και από τις δύο πλευρές. Αν περιοριστούμε σε έναν αγώνα νομικών αντιπαραθέσεων όπως διαφαίνεται η συμφωνία αυτή είναι εξαιρετικά απίθανο να εφαρμοστεί.
Η πορεία της θα εξαρτηθεί από την βαρύτητα που θα δοθεί και την πρόοδο που θα επιτευχθεί σε όλα όσα υπάρχουν στο δεύτερο μέρος της, που αφορά στην ενίσχυση και την εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στους τομείς της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της επιστήμης, του πολιτισμού, της έρευνας, της τεχνολογίας, της υγείας, της άμυνας, του αθλητισμού κ.α. (άρθρα 9-17).
Είναι ο μόνος δρόμος για να προχωρήσει η Συμφωνία σε αυτήν την ευαίσθητη λόγω εθνικισμού περιοχή που πολλοί χαρακτηρίζουν ως πυριδαταποθήκη της Ευρώπης και βέβαια αναφέρομαι στα Βαλκάνια όπου οι λαοί δεν έμαθαν να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο.
Είναι ο μόνος δρόμος ώστε η Χώρα να αναλάβει, έστω καθυστερημένα, πρωταγωνιστικό ρόλο, ως δύναμη σταθερότητας, ειρήνης και προόδου, σε μια χρονική περίοδο που όπως είπε πριν δύο περίπου χρόνια ο Γκορμπατσόφ ο κόσμος μοιάζει σαν να ετοιμάζεται για πόλεμο. Είναι ο ρόλος που η ιστορία μας επιφύλασσε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κι εμείς αρνηθήκαμε εξαιτίας απουσίας μιας Εθνικής Στρατηγικής, ένα διαχρονικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί την Χώρα και ελπίζουμε κάποια στιγμή να υπάρξει ένα αποτελεσματικό σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Μέσω του πρωταγωνιστικού ρόλου στην περιοχή αυτή η Ελλάδα θα ενισχύσει τη θέση της σε ΝΑΤΟ, ΕΕ και στη δύση γενικότερα με ότι αυτό συνεπάγεται στην προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων σε μια εποχή με πολλές προκλήσεις στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο χρήσιμο σε ειδικούς αλλά και απλούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται πέρα από συνθήματα και συναισθηματικές προσεγγίσεις να μάθουν τι ακριβώς περιλαμβάνει η Συμφωνία και να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη εάν είναι καλή ή κακή και τι μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα για το βιβλίο έχουν μιλήσει διακεκριμένοι πολιτικοί, διπλωμάτες, καθηγητές, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί κ.α. όπως η κ. Μαριέττα Γιαννάκου και οι κ.κ. Βενιζέλος, Κουμουτσάκος, Χατζηδάκης, Αλέκος Παπαδόπουλος, Κύρκος, Ζαχαριάδης, Μέρτζος, Σαββίδης, Τζίμας, Βερέμης, Λιάκουρας, Πέτρος Ευθυμίου, Σταύρος Λυγερός, Ρουσόπουλος κ.α.
Η συμβολή του σε έναν δημοκρατικό και εποικοδομητικό διάλογο και στην άμβλυνση των διχαστικών αντιπαραθέσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική και θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.
* Ο κ. Γιώργος Χατζηθεοφάνους, υποστράτηγος ε.α.-Οικονομολόγος, συγγραφέας του Βιβλίου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο Θεσμικό Πλαίσιο»