Ελίτ, Ευρώπη και Παγκοσμιοποίηση

Ελίτ, Ευρώπη και Παγκοσμιοποίηση

Του Σωτήρη Σέρμπου*

Το ρήγμα των ελίτ

Γιατί η σημερινή κρίση είναι διαφορετική από τις προηγούμενες που αντιμετώπισε η Ευρώπη και πολύ πιο σοβαρή; Δημοκρατικό έλλειμμα είχαμε και παλαιότερα αλλά οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ ήταν συσπειρωμένες στο να προωθήσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο, πολλές φορές ακόμα και ερήμην των λαών της Ευρώπης. Σήμερα τι έχουμε επιπλέον; Οι ελίτ της Ευρώπης δεν είναι συσπειρωμένες αλλά σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Με αφετηρία την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη,  εσφαλμένα διαιρέθηκαν σε χρεώστες (βλ. ελλειμματικές οικονομίες) και πιστωτές (βλ. πλεονασματικές οικονομίες), έχοντας εμπλακεί σ' ένα παιχνίδι διαπραγμάτευσης γύρω από το φορτίο διαχείρισης του χρέους. Αποθώντας και συγκαλύπτοντας τα συμπτώματα της ημιτελούς ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (τραπεζική ενοποίηση υπό την ΕΚΤ, Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και μεταβιβάσεις πληρωμών, συντονισμός μακροικονομικών πολιτικών), τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης επέτρεψαν τη γιγάντωση της κρίσης η οποία και συνεχώς επιστρέφει με τη μορφή οικονομικού ντόμινο. Στο ενδιάμεσο, συνεχίζουμε να παρατηρούμε τόσο την πορεία ενίσχυσης του διακρατικού στοιχείου (άτυπος διακυβερνητισμός) όσο και τον παραγκωνισμό των ευρωπαϊκών θεσμών. Στοιχεία που δεν παρουσιάζουν σημάδια αναχαίτισης, συνεχίζοντας να διαβρώνουν το αξιακό κεκτημένο έξι δεκαετιών.

Η παραπάνω διαίρεση προκαλεί ένα επίμονο έλλειμμα ηγεσίας, μια κρίση ηγεσίας ουσιαστικά, καθώς η θεσμική αρχιτεκτονική που χρειάζεται η Ευρώπη προσκρούει στην απουσία πολιτικής πυξίδας και κεντρικής καθοδήγησης, καθιστώντας την επιπλέον ευάλωτη. Κάτι το οποίο σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και την παράκαμψη των ευρωπαϊκών θεσμών ακόμα και με δείγματα αλαζονικής συμπεριφοράς εκ μέρους των πιστωτών έναντι των Βρυξελλών. Το ρήγμα μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών ελίτ είναι πολύ σοβαρό και αφήνει έκθετη την Ευρώπη καθώς είναι αυτές οι ελίτ που θα κληθούν να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της ΕΕ.

Σε εθνικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη πως η ύφεση τραυμάτισε πρωτίστως τα μεσαία στρώματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η φήμη των εθνικών ελίτ δέχθηκε καίριο πλήγμα. Ως εκ τούτου, το ρήγμα σε πιστωτές και χρεώστες, πέρα από το να αναζοπυρώσει τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας στη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών, επιπλέον, προκάλεσε ένταση μεταξύ οικονομικών και πολιτικών ελίτ (με ιδιαίτερη ένταση στις περιπτώσεις όπου παρατηρήθηκαν φθηνές αγορές δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων από άλλες ελίτ). Καταφεύγοντας τόσο στο γνωστό παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών όσο και της περαιτέρω υπονόμευσης των ευρωπαϊκών θεσμών. Παράγοντας ως πολιτικό αποτέλεσμα εκ μέρους των εκλογικών σωμάτων, τον υποβιβασμό και την περιθωριοποίηση, τόσο των εγχώριων ελίτ όσο και των ίδιων των Βρυξελλών. Πλέον, τα εκλογικά σώματα στρέφονται με εχθρικό τρόπο έναντι των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων ενισχύοντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις εθνολαϊκιστικές δυναμικές. Εξέλιξη που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την ελιτίστικη φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου ολοκλήρωσης, με έμφαση στην ικανότητα του να σχεδιάζει και να φέρνει εις πέρας θαρραλέες πανευρωπαϊκές λύσεις. Ακόμα χειρότερα, «χορεύοντας» στον πολυκεντρικό κόσμο με όρους παγκοσμιοποίησης 21ου αιώνα, η δυστοκία εκ μέρους των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ να επικοινωνήσουν τις περιπλοκότητες  που συνοδεύουν την πολυδιάστατη «αλήθεια»,  συχνά ωθεί και τις ίδιες να επιλέξουν τον λαϊκισμό αντί να εμπλακούν σε θέματα η συνθετότητα και η δυσκολία των οποίων απωθεί τα εκλογικά σώματα. Προσδοκώντας στην απαθή τους συναίνεση, ψαλιδίζουν τα έστω περιορισμένα περιθώρια κινήσεων και καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη για τις ίδιες την απότομη στροφή πολιτικής.

Το ρήγμα της παγκοσμιοποίησης

Η ρίζα του προβλήματος αφορά τη σύγκρουση μεταξύ της διεθνούς οικονομικής οργάνωσης που συνεχίζει να παγκοσμιοποιείται και του πολιτικού πλαισίου διαχείρισης και συντονισμού της που παραμένει εθνικά επικεντρωμένο. Με τα εθνικά κράτη να αντιδρούν στις προκλήσεις που αφορούν τις αντιλήψεις περί προάσπισης των διακριτών τους συμφερόντων και τις κυβερνήσεις τους να μη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη των αντίκτυπο των δράσεων τους στην παγκόσμια σταθερότητα, παραμένει ουσιώδης η συσχέτιση των μηχανισμών της αγοράς και της αποτυχίας των ασκούμενων πολιτικών. Το αποτέλεσμα περιλαμβάνει το πρόκριμα ενός φάσματος εθνικών επιλογών που ενθαρρύνει την αποτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο, την ίδια στιγμή που οι διεθνείς θεσμοί αδυνατούν να αγκιστρώσουν και να μετουσιώσουν εθνικές αξιώσεις σε παγκόσμιες λύσεις.

Το παράδοξο είναι πως ενώ οι οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις της παγκόσμιας τάξης βασίζονται στην επιτυχία της παγκοσμιοποίησης για τη διατήρηση της ευημερίας, την ίδια στιγμή  η διαδικασία παράγει πολιτική αντίδραση που την ανταγωνίζεται. Αυτή η αβεβαιότητα θέτει νέα ερωτήματα για τις εθνικές στρατηγικές. Το συγκριτικό εθνικό πλεονέκτημα καθίσταται ολοένα πιο δύσκολο να αναγνωριστεί,  προτρέποντας τις κυβερνήσεις να κινηθούν στο πλαίσιο μιας μυωπικής προσπάθειας ανατροπής της παγκοσμιοποίησης για την εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων, ναρκοθετώντας τα μακροπρόθεσμα συλλογικά τους συμφέροντα.

Το δίλημμα αναφορικά με τη σύγκρουση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και διακυβέρνησης, περιστρέφεται από τη μια πλευρά σ' ένα διευρυμένο πλαίσιο του εθνικού-κράτους και την ικανότητα του για συντονισμό πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο και από την άλλη στο να τιθασευτεί η παγκοσμιοποίηση με έμφαση στη ρύθμιση και την εθνική κυριαρχία. Είναι εν τέλει εφικτό; Προκειμένου να διαφυλαχθεί η φιλελεύθερη τάξη, τέτοιες σκέψεις υπογραμμίζουν την ανάγκη άσκησης παγκόσμιας ηγεσίας εκ μέρους των ισχυρών «παικτών» του διεθνούς συστήματος οι οποίοι και θα δράσουν με συλλογική υπευθυνότητα για την υπηρέτηση των συμφερόντων τους, προτού -όπως πολλές φορές αποκαλύπτει η ιστορική μελέτη- καταναλωθούν από τα ίδια!

Για την Ευρώπη, μια ήπειρο που γερνάει (και όχι μόνο δημογραφικά),  ο κίνδυνος στην παρούσα φάση εξακολουθεί να είναι η Ευρωζώνη να χρειαστεί πολύ χρόνο για να κάνει πολύ λίγα, με αποτέλεσμα να σπαταλήσει το οπλοστάσιο της, την ώρα που οι επιλογές και τα εργαλεία πολιτικής δεν θα βρίσκονται εσαεί πάνω στο ευρωπαϊκό τραπέζι. Ας λάβουμε υπόψη μας πως οι υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους στις χώρες του μεσογειακού νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) αλλά ακόμα και στη Γαλλία κυμαίνονται κατά μ.ο. σε 22% του ΑΕΠ από κοινού με τραπεζικά ζητήματα, υψηλό δείκτη χρέους και αναιμικές προοπτικές ανάπτυξης. Θα καταφέρει η Ευρώπη να διασώσει την κοινή αγορά χωρίς να προχωρήσει σε εκτεταμένη αμοιβαιοποίηση χρέους μέσω περαιτέρω ολοκλήρωσης; Και αν ναι πότε θα συμβεί αυτό; H χρονική υστέρηση μπορεί να είναι πολύ μεγάλη και να μας οδηγήσει σε περιπέτειες. Αν για παράδειγμα οι πιστωτές απολέσουν την αξιολόγηση που απολαμβάνουν από τις διεθνείς αγορές, θα σκεφθούν διπλά να ακολουθήσουν τις τόσο αναγκαίες επεκτατικές πολιτικές εσωτερικής ανατίμησης. Πόσο μάλλον αν χρειαστεί να αφιερώσουν πόρους στα τραπεζικά τους συστήματα μπροστά στον αυξανόμενο κίνδυνο ενδεχόμενων χρεωκοπιών εκ μέρους των χρεωστών, με τους τελευταίους προοδευτικά να εγκλωβίζονται σ' ένα εδραιωμένο υφεσιακό περιβάλλον όπου η πολυπόθητη εξωτερική ζήτηση για τη δημιουργία επαρκών πλεονασμάτων, απλά δεν θα υπάρχει.

Αν και η κατάρρευση της Ευρωζώνης, που πολύ πιθανόν να συνοδευτεί και από την αποσυναρμολόγηση της ΕΕ αποτελεί ένα γιγάντιο εγχείρημα με πολύ υψηλό δείκτη δυσκολίας ως προς τη διαχείριση της επόμενης ημέρας, ο αυξανόμενος εθνολαϊκισμός εκ μέρους των εκλογικών σωμάτων συνεχίζει να αποτελεί  ένα μη ελεγχόμενο ρίσκο. Την ίδια στιγμή, συστημικοί κίνδυνοι θα εξακολουθούν να έρχονται στην επιφάνεια κάθε φορά που οι παραδοσιακές ελίτ (σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο), απογοητεύουν εώς και εκτρέπουν το κεκτημένο και την πρακτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καταλήγοντας σε ρηχή και μουδιασμένη λαϊκή υποστήριξη εν μέσω γενικευμένης απάθειας ή/και αυξανόμενης κοινωνικής έντασης. Στο τέλος της ημέρας, είναι η πολιτική που παραμένει ευάλωτη και μπορεί να αποδειχθεί ως το μεγαλύτερο βαρίδι και το πλέον επισφαλές ζήτημα προκειμένου να ελεγχθεί και να διατηρηθεί η Ενωμένη Ευρώπη.

Το λοιπόν, για να προχωρήσουμε πρέπει πραγματικά να τολμήσουμε. Χωρίς φυγή από το πρόβλημα αλλά συζητώντας διεξοδικά κυρίως για τις άβολες αλήθειες μας. Προκειμένου συλλογικά να διαφυλάξουμε τα ιδεώδη και το αξιακό πλαίσιο της φιλελεύθερης  δημοκρατίας από το να βρεθούν απονευρωμένα και εν τέλει εγκλωβισμένα στα δεσμά λαϊκιστικών φαντασιώσεων. Με ορατό τον κίνδυνο της οπισθοδρόμησης στα αχαρτογράφητα νερά του κοντόφθαλμου προστατευτισμού και του δηλητηριώδους εθνικισμού. Προκειμένου να αποτρέψουμε τη ρήξη και την αποσυναρμολόγηση της Ευρώπης. Πόσο μάλλον όταν η ιστορία μας διδάσκει πως οι ρήξεις είναι σύντομες και οι υποταγές μονιμότερες. Σήμερα, και οι δύο βρίσκονται πάνω στο τραπέζι.

 

* Ο κ. Σωτήρης Σέρμπος υπηρετεί ως Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.