«Μορφή σαφέστατα της νεοελληνικής ιστορίας η Αμαλία Μεγαπάνου (Καραμανλή) είναι σίγουρο πως αν καταξιώθηκε ως μια παρουσία τόσο εντυπωσιακή δεν είναι για την πολυετή συζυγία της με τον Έλληνα πρωθυπουργό όσο, κυρίως, χάρη στη δική της ακτινοβόλα προσωπικότητα» σημειώνει ο Θανάσης Νιάρχος για την Αμαλία Μεγαπάνου.
«Σε συνδυασμό με μια σεμνότητα και μια αίσθηση του μέτρου ώστε στον βαθμό που δεν ήθελε να προκαλεί όσο κατείχε μια αναμφισβήτητα υψηλότατη θέση στα δημόσια πράγματα άλλο τόσο συνειδητά παρέμενε στη σκιά στη διάρκεια των πενήντα χρόνων που, χωρίζοντας τη ζωή της στα δυο, αφοσιώθηκε στη συγγραφή αφηγηματικών βιβλίων και ενός πολυσέλιδου λεξικού με τον τίτλο «Πρόσωπα και άλλα κύρια oνόματα»– προίκα ανεκτίμητη της ελληνικής γλώσσας.
Αν και μ’ ένα βαρύ φορτίο στους ώμους λόγω οικογενειακών καταβολών – ο πατέρας της Αναστάσης υπήρξε αδελφός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και η συζυγία της με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κράτησε μία ακριβώς εικοσαετία -, δεν θέλησε ποτέ να έχουν τα γραπτά της έναν αυτοβιογραφικό ή εξομολογητικό χαρακτήρα που ακόμη και εξαιρετικά συγκρατημένα ή καθόλου αποκαλυπτικά θα τη μετέβαλλαν σ’ έναν ποικιλόμορφα εξαργυρώσιμο πόλο καθολικού ενδιαφέροντος.»
Ο Φιλελεύθερος αποφάσισε να προσφέρει στους αναγνώστες του βιβλία της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, τα οποία πλέον δεν κυκλοφορούν. Βιβλία που αγκαλιάστηκαν όταν πρωτοεκδόθηκαν, καθώς ήταν μπροστά από την εποχή τους, όπως, άλλωστε και η ίδια η Αμαλία Μεγαπάνου. Στην έκδοση του Σαββατοκύριακου που κυκλοφορεί σήμερα στα περίπτερα, θα βρείτε το έξοχο και πολύ τολμηρό βιβλίο της με τίτλο «Έκτωρ», που μιλά για έναν ομοφυλόφιλο.
«...Διαβάζοντας το βιβλίο σου, ορισμένα στοιχεία με συγκίνησαν κι άλλα ακούμπησαν σε ανοικτές πληγές. Πόνεσα κι αυτό με φόρτισε ακόμα παραπάνω, ώσπου μια αλληλουχία σκέψεων με ώθησε να εκτονωθώ, γράφοντάς σου δυο λόγια για κάποιες παραγράφους του βιβλίου. Αλλά, αφού άρχισα, ξεχάστηκα άθελά μου και προχώρησα πιο βαθιά. Όφειλα, λοιπόν, να σου δώσω μια λογική εξήγηση κι έτσι αναφέρθηκα με λίγες λέξεις και στην ιδιαιτερότητά μου. Δεν το μετανιώνω, όμως, και σε χαιρετώ.» Αυτά γράφει ο Εκτορας στο πρώτο του γράμμα προς τη συγγραφέα. Και μαζί τους, πολλά ακόμη.
Η Ελένη Γκίκα έχει επισημάνει πως το καθοριστικό έτος για την Αμαλία Μεγαπάνου είναι το 199, οπότε κάνει και τη μεγάλη υπέρβαση στη λογοτεχνική της διαδρομή: Το μυθιστόρημα «Έκτωρ» υπήρξε σίγουρα ένας από τους κορυφαίους σταθμούς και στη δική της ζωή. Και όσον αφορά την θεματολογία, αλλά και τη δομή.»
Η Αμαλία Μεγαπάνου ως συγγραφέας αποδεικνύεται πολύ τολμηρή. Ο ήρωάς της αυτή τη φορά, ένας ομοφυλόφιλος που τρέμει την ευτυχία και την κοινωνία, χαρισματικός και χαριτωμένος, αποτελεί για τον ίδιο τον εαυτό του τον μεγάλο δικαστή. Για να αφηγηθεί τη ζωή του, αλλά και την εποχή, χρησιμοποιεί αυτή τη φορά την επιστολική μυθιστοριογραφία, όπου ο «Έκτωρ», αντιστασιακό του ψευδώνυμο, μέσα από οκτώ μακροσκελή γράμματα, της αποκαλύπτει τα πάντα για την τυραννικά αντιφατική και μοναχική του ζωή. Χρησιμοποιώντας προσωπεία και ιδιότητες αντί για πρόσωπα (Έκτωρ, Αλκιβιάδης, Τόμας, ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή), θα της ομολογήσει τα ανομολόγητα, σα να είναι η εξομολόγος του, ο ψυχαναλυτής ή η συνείδησή του που δεν ωφελεί να της λέει ψέματα, δεν επιθυμεί ενώπιόν της πια άλλο να προσποιηθεί:
«…πως το βαθύτερό μου αίσθημα ήταν ο φθόνος που δεν είναι γυναίκα, ο φθόνος που δεν είμαι άντρας.
»Κι όμως αισθάνομαι τόσο πολύ άντρας. Κι όταν πάω μ’ έναν άλλο άντρα, γίνομαι ακόμα πιο δυνατός, κρατάω τον κόσμο στα χέρια μου. Κι έπειτα καταρρέω, γιατί δεν έχω τη δύναμη να πολεμήσω την κοινωνία. Κι αγανακτώ, συγχρόνως, και λέω: Ποια είναι αυτή η κοινωνία που στέκεται σαν δράκος του παραμυθιού πάνω από το κεφάλι μου. Ποια είναι η ηθική της που της επιτρέπει να σηκώνει το ξίφος και να κόβει κεφάλια; Κι έπειτα λέω πως δεν μου φταίει κανένας παρά εγώ ο ίδιος κι ενώ τιμωρώ τον εαυτό μου, μακαρίζω τους απροβλημάτιστους».
Η συγγραφέας θα ζητήσει να φτάσει Θα «ως το κουκούτσι της ύπαρξής του, και όσα δεν θα της πει ο ίδιος, θα αναλάβει να αποκαλύψει με το δικό της γράμμα και την αγάπη της, η μοναδική του φίλη και αδελφή:
‘Μου είχε πει, λόγου χάρη, πως ήθελε κάποτε να γίνει ιερέας, μ’ αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά το ότι προτιμούσε να δραπετεύσει από τη ζωή που πίστευε ότι τον απειλούσε και να κρυφτεί μέσα στο ράσο. Κι έπειτα δεν έγινε ιερέας. Μα δεν έγινε παπάς από δειλία, γνωρίζοντας ότι το μάτι του Θεού θα τον ακολουθεί, θα διαβάζει κάθε μύχια σκέψη του, θα σηκώνει το προσωπείο του. Αυτό δεν το άντεχε με τίποτα’»
Ο Έκτωρ αντιμετωπίζει τον εαυτό του με αυστηρότητα, όμως, σημειώνει η Ελένη Γκίκα, «στη συγγραφέα θα τολμήσει να καταθέσει τα πάντα, τα σπλάχνα του, την αλήθεια του, τον δικαστή που έχει μέσα βαθιά στη ψυχή: «Η γνώμη που έχω εγώ για τον εαυτό μου είναι αυτή που μετράει. Αυτή τη στιγμή εγώ είμαι ο εισαγγελέας του εαυτού μου, εγώ τον έχω καθίσει στο σκαμνί».
Με αφηγηματική άνεση, ψυχολογία βάθους, εξαίσια ελληνικά και κρυστάλλινη φίνα γραφή η Αμαλία Μεγαπάνου αποδεικνύεται, τελικά, ειδικά με τον «Έκτορα», ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής»
Μη το χάσετε!