Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Επισκεπτόμενος το μικρό δημόσιο Πανεπιστήμιο του Πιτέστι στη Ρουμανία εντυπωσιάζεσαι από το γεγονός ότι, όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου υπάρχουν διαφημίσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας Renault. Με υπερηφάνεια οι εκπρόσωποι του Πανεπιστημίου σε ενημερώνουν, ότι πρόκειται για μια στρατηγική συνεργασία του Τμήματος Μηχανικών και Τεχνολογίας και της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας με σκοπό την προσαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ανάγκες της οικονομίας και της βιομηχανίας.
Αυτό θα επιτευχθεί μεταξύ άλλων με την εκπαίδευση των μηχανικών της εταιρείας από το πανεπιστήμιο, τη συμμετοχή της εταιρείας σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες των φοιτητών με συμπληρωματικά μαθήματα, τεχνικές επισκέψεις των τελευταίων στα εργοστάσια της εταιρείας, πρόγραμμα υποτροφιών της εταιρείας σε φοιτητές (υποστήριξη ακαδημαϊκής αριστείας από Renault), πρόγραμμα χορηγιών στο Πανεπιστήμιο, κοινή έρευνα για την ανάπτυξη της τεχνολογίας των αυτοκινήτων, ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών στρατηγικών κ.λπ.
Το Πανεπιστήμιο διαφημίζει την προσπάθειά του, οι απόφοιτοί του να είναι εφοδιασμένοι με ανθρώπινο κεφάλαιο που θα τους επιτρέψει να διακριθούν σε οποιαδήποτε αγορά (τοπική, εθνική, διεθνή).
Γιατί όμως όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να συμβούν στην Ελλάδα; Εδώ κάθε προσπάθεια διεθνοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων εμποδίζεται από τις ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες που επιβάλλει το κανονιστικό πλαίσιο για την ανώτατη εκπαίδευση, την έλλειψη ουσιαστικής αυτονομίας των διοικήσεων των πανεπιστημίων, τις ιδεολογικές αγκυλώσεις πολλών παραγόντων της πανεπιστημιακής κοινότητας, ου μην αλλά και τις ορδές διαφόρων τρομοκρατικών ομάδων, οι οποίες δρουν ασύδοτα και σε αρκετά ΑΕΙ «αποφασίζουν, διατάσσουν και απαγορεύουν».
Ενώ στις γειτονικές χώρες επιδιώκουν να προσελκύσουν μέρος της συνεχώς αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης για ανώτατη εκπαίδευση, δημιουργώντας κατ΄ουσίαν έναν νέο δυναμικό εξαγωγικό κλάδο εμείς τυρβάζουμε περί πολλά. Κάθε Μάιο τα πανεπιστήμια της Βουλγαρίας ακολουθώντας τις συμβουλές εξειδικευμένων διεθνών συμβούλων (KPMG, McKinsey, PWC κ.α.) δαπανούν αρκετά χρήματα στη διαφήμιση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών τους στο εξωτερικό με σκοπό να προσελκύσουν όσο το δυνατό περισσότερο ξένους φοιτητές.
Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών των πανεπιστημίων των χωρών της χερσονήσου του Αίμου, μεγάλο μέρος των οποίων είναι στην αγγλική γλώσσα, είναι άκρως επιστημονικός και γίνεται προσεκτικά προκειμένου να διευκολυνθεί η προσέλκυση ξένων φοιτητών. Η εκπαίδευση από τα κράτη που επιθυμούν να παραμείνουν ανταγωνιστικά στη διεθνή σκηνή γίνεται αντιληπτή, ως εμπορεύσιμο εξαγωγικό προϊόν και σε πολλά από αυτά μετατρέπεται σταδιακά σε βασικό κλάδο για την οικονομική τους ανάπτυξη.
Δεν είναι μόνο το αυταπόδεικτο όφελος για τα πανεπιστήμια (χορηγίες, δίδακτρα που επιτρέπουν την πλήρη χρηματοδότηση και ανάπτυξη των προγραμμάτων τους, την προσέλκυση καλύτερης ποιότητας ακαδημαϊκού προσωπικού κοκ.). Είναι και οι θετική επίδραση σε πολλούς ακόμη κλάδους της οικονομίας (υπηρεσίες εστίασης, λιανεμπόριο, τουρισμός, κτηματαγορά, κατασκευαστική αγορά, μεταφορές κ.λπ.).
Υπενθυμίζω, ότι η ρουμανική οικονομία το 2017 «έτρεχε» με ρυθμούς ανάπτυξης 6% και στα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα των πανεπιστημίων της φοιτούν περισσότεροι από 17.000 ξένοι φοιτητές. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν για τη Βουλγαρία. Η οικονομία της γείτονος γνώρισε ανάπτυξη 3,9% το 2017 και ο αριθμός των ξένων φοιτητών στα βουλγαρικά πανεπιστήμια άγγιξε περίπου τις 14.000.
Αναλογιστείτε τι θα μπορούσαμε να επιτύχουμε, εάν ακολουθούσαμε το παράδειγμα το γειτόνων μας και τα πανεπιστήμια μας απαλλάσσονταν από τον συγκεντρωτισμό του υπουργείου παιδείας, τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, τις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες και είχαν την ελευθερία να αναπτύξουν προγράμματα σπουδών στην αγγλική γλώσσα σε συνδυασμό με την ελληνική ιστορία, το περιβάλλον, τη γεωγραφική θέση και τον πολιτισμό της Ελλάδας.
Δημιουργώντας ταυτοχρόνως κέντρα αριστείας στα ελληνικά πανεπιστήμια με σκοπό την αποτελεσματική διασύνδεσή τους με την αγορά και τις επιχειρήσεις και κίνητρα επαναπατρισμού της μεγάλης ακαδημαϊκής διασποράς των επιστημόνων μας.
Σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα μπορούσε να καταστεί διεθνές κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης και να τεθεί τέρμα στη συνεχιζόμενη παραγωγική συρρίκνωση της χώρας που υπονομεύει την ανάπτυξη και το μέλλον των επομένων γενεών.