Του Σάκη Μουμτζή
Αναμφίβολα στην ιστορική διαδρομή της χώρας από τον Εμφύλιο πόλεμο και μετά, ο εκλογικός νόμος μετατράπηκε από έναν μηχανισμό καταγραφής των πολιτικών δυνάμεων στο κοινοβούλιο, σε ένα σύστημα παραγωγής πλειοψηφιών που απείχαν από την λαϊκή βούληση που θεωρητικά αυτός έπρεπε να αποτυπώνει.
Έτσι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου του 1952 (πλειοψηφικό), της 19ης Φεβρουαρίου 1956 (τριφασικό), της 11ης Μαΐου 1958 (υψηλό ποσοστό β΄κατανομής), διαμορφώθηκαν από το εκλογικό σύστημα με το οποίο διεξήχθησαν. Συγχρόνως καθόρισαν και το γενικότερο πολιτικό τοπίο.
Μετά την Μεταπολίτευση είχαμε το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που με διάφορες παραλλαγές του ίσχυσε ως τις εκλογές του 1989 εξασφαλίζοντας ευρείες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Οι εκλογές του Ιουνίου του 1989 διεξήχθησαν με μια παραλλαγή της απλής αναλογικής (νόμος 1847/1989), για να ανακόψει το ΠΑΣΟΚ που τον ψήφισε, την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η πόλωση, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά, ήταν πρωτοφανής και ο Α. Παπανδρέου λίγους μήνες πριν από την διενέργεια των εκλογών, όταν διαπίστωσε πως ηττάτο, άλλαξε τον εκλογικό νόμο.
Αποτέλεσμα, η χώρα να χρειαστεί άλλες δύο εκλογικές αναμετρήσεις, η οικονομία να καταρρεύσει και η Νέα Δημοκρατία με 47% περίπου να πετύχει οριακή αυτοδυναμία με τις γνωστές συνέπειες.
Σήμερα, πιθανόν να ξαναζήσουμε το σενάριο του 1989. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ για τους δικούς του λόγους θελήσει να προσφύγει στην λαϊκή ετυμηγορία, είναι λογικό να θελήσει να αλλάξει τον εκλογικό νόμο ώστε να περικόψει έδρες από την Νέα Δημοκρατία, καθώς όλες οι μετρήσεις της δίνουν σταθερό προβάδισμα.
Το ζητούμενο γι΄αυτόν είναι να συγκεντρώσει τον μαγικό αριθμό των 200 βουλευτών για να ισχύσει αμέσως και όχι από τις μεθεπόμενες εκλογές. Το σίγουρο είναι πως η Νέα Δημοκρατία με τους 75 βουλευτές της δεν μπορεί να μπλοκάρει αυτήν την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, που με την σειρά του, με τους 145 βουλευτές που διαθέτει, απέχει πολύ από τον στόχο των 200 ψήφων.
Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να προσφέρει έναν δελεαστικό εκλογικό νόμο στα άλλα κόμματα, με έντονα τα στοιχεία της απλής αναλογικής, για να αποσπάσει τη θετική ψήφο τους. Βέβαια, αυτό θα απελευθερώσει αριστερές, ιδεολογικοποιημένες ψήφους προς την ΛΑΕ, στερώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ ένα μικρό μεν αλλά κρίσιμο ποσοστό.
Από την άλλη πλευρά, ένας αναλογικότερος εκλογικός νόμος δεν αλλάζει δραματικά τους σχεδιασμούς της Νέας Δημοκρατίας, που ούτως ή άλλως θα επιζητήσει τρικομματική κοινοβουλευτική στήριξη. Εκείνο που δεν μπορεί να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι να μεταφέρει το ιβηρικό μοντέλο συνεργασιών στην χώρα μας, δηλαδή αποκλεισμό από την διακυβέρνηση του συντηρητικού κόμματος που πλειοψήφησε, καθώς εκεί υπάρχουν δύο ή τρία ισχυρά κόμματα της αριστεράς. Το ασθενικό ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αποτελέσει συνεταίρο για παρόμοιο σχεδιασμό.
Βέβαια η υπερψήφιση ή όχι του νέου εκλογικού νόμου εξαρτάται και από το γενικότερο πολιτικό κλίμα, τις σχέσεις των λοιπών κομμάτων με τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Πάντως η απόπειρα να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, θα γίνει.