Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Μετά από σοβαρό προβληματισμό η κυβέρνηση αποφάσισε να ΜΗΝ υιοθετήσει παραλλαγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος –την είχαμε επεξεργαστεί με άλλους συναδέλφους, Νικολακόπουλο, Αλιβιζάτο, Σωτηρέλη κ.λπ., και υπάρχει στα συρτάρια του υπουργείου Εσωτερικών από το 2009, ενώ την αναπτύσσω διεξοδικά και στο μικρό πόνημά μου εκείνης της χρονιάς «Ο νέος εκλογικός νόμος» από τις εκδόσεις Παπαζήση- με το απίστευτο σκεπτικό πως ένα τέτοιο σύστημα θα έφερνε σε σύγκρουση τους βουλευτές με τους δημάρχους!!!
Αυτό σύμφωνα με ρεπορτάζ του κυριακάτικου Τύπου και πιθανότατη -εμμέσως προβαλλόμενη- πηγή τον Θεοδωρικάκο. (Πάντως δεν μπορώ να φανταστώ τον Γεραπετρίτη να μην υποστηρίζει την εισαγωγή ενός τέτοιου συστήματος).
Είναι, βέβαια, γνωστό πως Πολιτική είναι ένα πλούσιο ρεπερτόριο καθιερωμένων, συχνά ασύστολων, ψευδών, προορισμένων να εξωραΐζουν την πραγματικότητα ή να συσκοτίζουν τα πραγματικά κίνητρα των πολιτικών παικτών και δη των εξουσιαστών. Αλλά μέχρις ενός ορίου, βρε αδελφέ…
Το εμπλουτισμένο με ένα εύλογο –και απολύτως συμβατό προς τη φύση του- πλειοψηφικό bonus γερμανικό εκλογικό σύστημα, όπου το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες και οι υπόλοιποι με λίστα προορισμένη να αποκαθιστά μια σταθερή σχέση μεταξύ ποσοστού ψήφων και ποσοστού εδρών, είναι ασφαλώς το καλύτερο και το λειτουργικότερο, στον βαθμό που διασφαλίζει κυβερνησιμότητα, χάρη στη λελογισμένη πλειοψηφική δυναμική την οποία του είχαμε ενσωματώσει και εκριζώνει πολλαπλές παθογένειες. Για μια σειρά από λόγους.
Πρώτον, οδηγεί τα κόμματα στην επιλογή υποψηφίων –δηλαδή του μοναδικού κομματικού υποψηφίου σε κάθε μονοεδρική περιφέρεια- με πιο πολιτικά κριτήρια: επιλέγεται ο πιο ολοκληρωμένα και πιο συνθετικά εκφράζων την κομματική φιλοσοφία ως όλον, το κομματικό πρόγραμμα, τις κομματικές αρχές, σε συνδυασμό βέβαια με την ανάδειξη των αγωνιών της τοπικής κοινωνίας. Σε πολυεδρικές (δηλαδή, εν προκειμένω, μη μονοεδρικές) περιφέρειες οι κομματικοί υποψήφιοι επιλέγονται, αντίθετα, με λογική απεύθυνσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες: στους νέους, στους τηλεθεατές εκπομπών κοινωνικού σχολιασμού, στους θυροφιλάθλους της ομάδας ή των ομάδων του νομού ή της πόλης, στους ομοφυλόφιλους, στους ποντιακής ή αλβανικής καταγωγής πολίτες, στους συνταξιούχους, τους φυλακισμένους κοκ.
Δεύτερον, ως προέκταση του πρώτου στοιχείου, καθιστά τις εκλογές αντιπαράθεση προγραμμάτων και όχι πρωτίστως εσωκομματικούς εμφύλιους, συχνά διεξαγόμενους με βρώμικους τρόπους.
Τρίτον, αναπτύσσει την ενδοκομματική δημοκρατία: είναι αδιανόητο η κομματική ηγεσία να επιλέξει υποψήφιους μονοεδρικών μη αρεστούς στην τοπική κοινωνία. Έτσι άλλωστε τονώνεται ο ρόλος των πιο πολιτικοποιημένων πολιτών που θα μετέχουν στις εσωκομματικές διαδικασίες/αρχαιρεσίες προεπιλογής υποψηφίων. (Ασφαλώς και δεν είναι τυχαίο πως οι πιο ώριμες δημοκρατίες –ΜΒ, ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία κλπ- αναδεικνύουν το όλον ή την πλειονότητα των βουλευτών τους σε μονοεδρικές περιφέρειες).
Τέταρτον, δίνει στο όλο πολιτικό σύστημα κεντρομόλο δυναμική: όλων των κομμάτων τα στελέχη έχουν κίνητρο και συμφέρον να αναδεικνύουν μετριοπαθείς και όχι σκληροπυρηνικούς κομματικούς υποψηφίους, ώστε να έχουν ευρύτερη διείσδυση στο εκλογικό σώμα –πέραν της στενής κομματικής βάσης- και άρα μεγαλύτερες πιθανότητες κατάκτησης της έδρας της περιφέρειας.
Πέμπτον, οι μονοεδρικές είναι πιο συμβατές με τον διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας: είναι δυνατόν –όπως πχ συμβαίνει στη Γαλλία- ο κάθε βουλευτής να εκλέγεται «πακέτο» με αναπληρωτή του, ο οποίος τον αντικαθιστά στα βουλευτικά καθήκοντά του όταν και για όσο διάστημα ο αρχικώς εκλεγείς έχει υπουργικό αξίωμα.
Έκτον, εφόσον στην παραλλαγή του γερμανικού ο συνολικός αριθμός των εδρών κάθε κόμματος εξαρτάται –χάρη στη συμπληρωματική/διορθωτική λειτουργία των λιστών- αποκλειστικώς από το εθνικό ποσοστό του, ούτε αντιστροφή πλειοψηφιών μπορεί να προκύψει (δηλαδή το δεύτερο σε ψήφους κόμμα να πλειοψηφεί σε έδρες, κάτι που έχει επανειλημμένως συμβεί στη ΜΒ), ούτε τα εκάστοτε κυβερνώντα κόμματα έχουν κίνητρο ή δυνατότητα να προβούν σε ιδιοτελή κοπτορραπτική των εκλογικών περιφερειών.
Έβδομον, ούτε τα μικρά κόμματα –που δεν μπορούν να πλειοψηφήσουν σε κάποια μονοεδρική- θα στερούνται των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων τους, αφού θα μπορούσαν, και το είχαμε προβλέψει το 2009, τα ίδια πρόσωπα να είναι υποψήφιοι και σε μονοεδρικές και στις κομματικές λίστες.
Τέλος, όγδοον, μειώνεται ο πολιτικός ρόλος διαφόρων έκθεσμων παραγόντων, π.χ. τοπικών καναλαρχών ή άλλων γνωμοδιαμορφωτών, κεφαλαιούχων, προέδρων ποδοσφαιρικών σωματείων κλπ, οι οποίοι μπορούν να δημιουργήσουν ρεύμα υπέρ κάποιου υποψήφιου βουλευτή όχι όμως και υπέρ κάποιου κόμματος.
Σε τελική ανάλυση, επομένως, η εμπλουτισμένη με πλειοψηφικό στοιχείο παραλλαγή του γερμανικού συστήματος δεν είναι μόνον λειτουργικότερη. Είναι και πιο εξυγιαντική: αφαιρεί αναρίθμητους τρόπους διαπλοκής και συναλλαγής. Αν, λοιπόν, δεν πρόκειται ποτέ να υιοθετηθεί δεν είναι για να μη φέρει σε αντιπαράθεση βουλευτές και… δημάρχους. (Πόσο ευτελές επιχείρημα!) Είναι γιατί αντιδρούν και θα αντιδρούν πάντα οι αναγνωρίσιμοι γόνοι των μεγάλων πολιτικών οικογενειών, οι πολιτευόμενοι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι –επί χρόνια εκλέγεται αθλητικολόγος, η οποία είχε πει «ο προπονητής χρησιμοποίησε αναπληρωματικούς για να μην καταπολεμήσει τους παίκτες του», πού να καταλάβει το «καταπονήσει»;-, οι ηθοποιοί, οι αθλητές και κυρίως οι παλιοί πολιτικοί που έχουν αναπτύξει ευρέα και διάχυτα σε μεγάλες περιφέρειες πελατειακά δίκτυα.
* Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου.