Το Εκλεκτορικό Κολέγιο των ΗΠΑ αναδεικνύει τον πρόεδρο της χώρας με απόλυτη πλειοψηφία -όχι των παρόντων, αλλά- του συνόλου των 538 σήμερα μελών του, δηλαδή με 270 ψήφους. Ελάχιστοι αναλυτές είχαμε αναδείξει το ενδεχόμενο αυτός ο αριθμός να μην συγκεντρωθεί από κανέναν υποψήφιο. Κάτι που όσο δεν υπήρχε απόλυτος δικομματισμός μπορούσε να συμβεί -και συνέβη το 1824- σε περίπτωση διασποράς των εκλεκτόρων μεταξύ πλειόνων υποψηφίων. Σήμερα δε μπορεί να προκύψει είτε σε περίπτωση ισοψηφίας σε εκλέκτορες 269-269 (ισοψηφία υπήρξε και το 1800) είτε λόγω αποχής από την ψηφοφορία κάποιων εκλεκτόρων.
Αν επιβεβαιωθεί το -εμφανιζόμενο τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές ως πιθανότερο- σενάριο, ο Μπάιντεν να κερδίσει ακριβώς 270 εκλέκτορες, η απουσία πλειοψηφίας του στο εκλεκτορικό σώμα θα μπορούσε να προκύψει εάν έστω και ένας εξ αυτών -για «κάποιον» λόγο- μεταστραφεί, αν απόσχει από την ψηφοφορία λόγω ανωτέρας βίας ή έχει πεθάνει μέχρι την ημέρα της ψηφοφορίας, ενώ δεν προβλέπεται αντικατάστασή του.
(Θυμίζω πως κάποιες πολιτείες προβλέπουν αστεία πρόστιμα για τους λεγόμενους «faithless» εκλέκτορες, άλλες δεν τους δεσμεύουν καθόλου νομικά, ενώ σε ελάχιστες πολιτείες απλώς προβλέπεται ακυρότητα ψήφου εκλέκτορα που δεν ψηφίζει σύμφωνα με την προεκλογική του δέσμευση. Βέβαια, δεδομένης της προσεκτικής επιλογής των υποψηφίων εκλεκτόρων από τα κόμματα, διαχρονικώς ελάχιστοι «αλλαξοπίστησαν», όλοι σε μη οριακές καταστάσεις. Το 2016 ωστόσο δύο εκλέκτορες του Τραμπ και πέντε της Κλίντον το 2016 έκαναν άλλες επιλογές, πχ κάποιοι ψήφισαν τον Πάουελ).
Σε περίπτωση λοιπόν που, εξαιτίας κάποιου εκ των προαναφερομένων λόγων, ουδείς υποψήφιος πρόεδρος φτάσει κατά την ψηφοφορία του κολεγίου τον «μαγικό» αριθμό 270 εκλεκτορικών ψήφων (έστω και αν έχει εκλέξει τόσους), η ευθύνη της ανάδειξης προέδρου μετατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε αυτήν, όμως, δεν ψηφίζουν οι βουλευτές ως άτομα, αλλά οι 50 πολιτείες. Τη μοναδική ψήφο κάθε πολιτείας διαμορφώνουν οι βουλευτές της με απόλυτη πλειοψηφία, εάν δε τέτοια πλειοψηφία δεν επιτευχθεί –κάτι πιθανό σε πολιτείες με ζυγό αριθμό βουλευτών, και δη σε ολιγοεδρικές, πχ είναι πιθανόν ο ένας βουλευτής του Μέιν να κάνει διαφορετική επιλογή από τον δεύτερο- η πολιτεία χάνει την ψήφο της.
Εφόσον λοιπόν οι ψήφοι πάνε 25-25 ή εάν γενικότερα, λόγω απώλειας ψήφου κάποιας πολιτείας, ουδείς υποψήφιος καταφέρει να αποσπάσει 26 ψήφους στη Βουλή, την επιλογή κάνουν οι γερουσιαστές, οι οποίοι όμως αντιθέτως ψηφίζουν ως άτομα. Αν, δε, υπάρξει και μεταξύ τους ισοψηφία, πχ 50-50, πρόεδρος γίνεται ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και αν αυτός αρνηθεί, καθήκοντα προέδρου θα αναλάβει ο εν ενεργεία αντιπρόεδρος της χώρας, ως pro tempore πρόεδρος της Γερουσίας*.
Όλα αυτά, ωστόσο, αποτελούν θεσμικοπολιτικές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να απασχολούν μια χώρα, η οποία αυτή τη στιγμή δεν κάθεται πάνω σε μια «πορτοκαλί» ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί συμπαρασύροντας θεσμικά θεμέλια και πολιτικό πολιτισμό ενός κράτους του οποίου η εθνική υπόσταση θεμελιώθηκε πάνω στον συνταγματικό πατριωτισμό.
* Περισσότερα για τα θέματα αυτά μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στα έργα μου «Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ» και «Εκλογικά συστήματα: Ανάδειξη κοινοβουλίων και ΠΤΔ», αμφότερα των εκδόσεων Πατάκη.