Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ας υποθέσουμε ότι η ιδιωτική οικονομία αντέχει. Ας θεωρήσουμε πως οι Έλληνες δεν θα αυξήσουν κι άλλο το ιδιωτικό χρέος σε τράπεζες και Δημόσιο. Ας ελπίσουμε ότι η κυβέρνηση κλείσει την αξιολόγηση έστω και καθυστερημένα, δίνοντας μια ανάσα σταθερότητας στις ισορροπίες της κοινωνίας.
Ακόμα κι αν όλα αυτά συμβούν, πράγμα σχεδόν αδύνατον, πόσο μπορεί να αντέξει μια κυβέρνηση, όταν μετά την ψήφιση των νέων μέτρων, το εκλογικό ποσοστό της θα φτάσει σε μονοψήφιο αριθμό;
Οι άνθρωποι που έπαιξαν τόσο κυνικά με τις τύχες της χώρας, μπορεί να προβάλουν την άγνοια του «αθώου αμνού» για τα δημοσιονομικά ζητήματα αλλά για την προσωπική τους ευδοκίμηση κάθε άλλο παρά «αυταπατημένοι» είναι. Σαν έτοιμοι από καιρό, άλλωστε, κατάφεραν να αναρριχηθούν στην εξουσία, επιστρατεύοντας όλες τις μεθόδους που ο Μακιαβέλι συμπεριλαμβάνει στον οδηγό του. Θα βρουν επομένως, τον τρόπο να διασωθούν, όσο τους μένει ακόμα αρκετός χρόνος απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν εδώ και δύο χρόνια.
Πώς θα αντιδράσουν οι ψηφοφόροι τους, βλέποντας το αφορολόγητο στα 5000 ευρώ, τις συντάξεις στο μείον 30% και τις οφειλές τους στο κόκκινο; Πώς θα συμπεριφερθούν άραγε οι αιώνιοι «θεματοφύλακες» του κρατισμού, οι συνδικαλιστές, όταν ψηφιστεί ο νόμος με τα εργασιακά και βρεθούν από τη μία μέρα στην άλλη, σπίτι τους;
Όλα τα μεταπολιτευτικά κόμματα είναι δομημένα με σαφή προσανατολισμό, στην κρατικοδίαιτη οικονομία, στις πελατειακές σχέσεις εξάρτησης και στην παροχολογία. Στα χρόνια του Μνημονίου, ξεκίνησε μεν μία διαδικασία προσαρμογής αλλά και πάλι, οι συνεχείς μεταθέσεις των ουσιαστικών προβλημάτων καθυστέρησαν την μετάλλαξη.
Σε ό τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται για ένα μόρφωμα που χτίστηκε αποκλειστικά, στη ικανοποίηση των πιο ταπεινών ενστίκτων των ψηφοφόρων του. Γιγαντώθηκε, πέρα για πέρα, με υποσχέσεις επαναφοράς στο παρελθόν και επενδύοντας μόνο στην εξασφάλιση της προστασίας του κρατισμού.
Η δεύτερη αξιολόγηση είναι η πιο καταλυτική όλων, αφού συρρικνώνει ακόμα περισσότερο, τα προνόμια που το κομματικό κράτος είχε μοιράσει χωρίς φειδώ τις προηγούμενες δεκαετίες.
Κατά συνέπεια, χωρίς τους συνταξιούχους, χωρίς το καταφύγιο του αφορολόγητου και χωρίς την συνδικαλιστική ασυδοσία, τα «πρωτόγονα» κρατικιστικά κόμματα, τύπου ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης.
Κάθε λογική εκτίμηση δυσκολεύεται να προσδιορίσει με ποιο τρόπο θα επιβραδύνει η κυβέρνηση την πελατειακή της διείσδυση στην κοινωνία και με ποιες νέες επικλήσεις θα διαιωνίσει τον λαϊκισμό της. Το πιθανότερο είναι να καταποντιστεί κάτω από τα βάρη της κανονικότητας που θα επωμιστεί, από την αδήριτη ανάγκη της επιβεβλημένης προσαρμοστικότητας.
Επομένως, ποιο είναι το πολιτικό μέλλον των στελεχών ενός κόμματος που θα συντηρηθεί μεν στην εξουσία για κάποιο διάστημα, αλλά θα εγκαταλείψει το πολιτικό σύστημα με το εξευτελιστικό ποσοστό του 8-10% ; Σε ποιο κόμμα ή σε ποια «φράξια» θα ενταχθούν, όταν δεν θα μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο από την οργή των πολιτών;
Μπορεί η καρέκλα της εξουσίας να είναι γλυκιά αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης προσδιορίζει καταλυτικά, την συμπεριφορά των ανθρώπων.
Ας διαλέξουν λοιπόν, ακολουθώντας το δίλημμα που οι ίδιοι έθεσαν στην κοινωνία για να την παραπλανήσουν: Να εφαρμόσουμε ή όχι τα μέτρα των δανειστών; Να αναλάβουμε ή όχι τις ευθύνες που μας αναλογούν; Για να υποστούν κι αυτοί το αδιέξοδο στο οποίο έσπρωξαν τον ελληνικό λαό για να τον εγκλωβίσουν. Αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά, τι συμβαίνει σε όποιον σκάβει τον λάκκο των άλλων…