Εκκρεμότητες και λύσεις για τις σχέσεις με την Αλβανία

Εκκρεμότητες και λύσεις για τις σχέσεις με την Αλβανία

Του Τζωρτζ Μενεσιάν*

Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς έχει διακηρύξει ότι, μετά την συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και πΓΔΜ, προτίθεται να αρχίσει συζητήσεις και με την αλβανική κυβέρνηση περί των εκκρεμών διμερών θεμάτων που δηλητηριάζουν τις διακρατικές μας σχέσεις.

Η πρόθεση αυτή κρίνεται καταρχήν θετική αν σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας κατοχυρωθούν τα ελληνικά συμφέροντα και κλείσουν όντως οι εκκρεμότητες με την Αλβανία.

Υπενθυμίζω ότι το αλβανικό κράτος ιδρύθηκε το 1913. Η ίδρυσή του αντανακλά την προσπάθεια του αλβανικού έθνους να προστατευτεί από τον σερβικό και τον ελληνικό εθνικισμό μετά και την εκδίωξη των Οθωμανών ως αποτέλεσμα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Σημαντικός παράγων στην ίδρυσή του αποτέλεσε το Βασίλειο της Ιταλίας, το οποίο είχε βλέψεις στην βαλκανική χερσόνησο και ανησυχούσε για την επέκταση της Ελλάδος (ιδίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Ιδέας, που έληξε το 1922) και την αύξηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή. Το 1914 είχε άλλωστε ιδρυθεί de facto η «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου». Κατά συνέπεια η Αλβανία περιέπεσε μεν αμέσως στην επιρροή της Ιταλίας, ιδίως από το 1928, το δε 1939 το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι την προσάρτησε.

Το 1940 η Ιταλία εισέβαλλε στην Ελλάδα μέσω της Αλβανίας. Η Ελλάδα με βασιλικό διάταγμα επέβαλε το καθεστώς του εμπολέμου και με την Αλβανία το οποίο και δεν ήρθη μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μεταξύ η εκδίωξη των Τσάμηδων, ως αποτέλεσμα της ενεργού σύμπραξης μιας μεγάλης μερίδας τους με τις κατοχικές δυνάμεις, επιβάρυνε και αυτό ως θέμα την ελληνοαλβανική ατζέντα. Η μετατροπή της Αλβανίας σε κομμουνιστικό κράτος, η βοήθεια την οποία παρείχε στους αντάρτες κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και η καταπίεση της ελληνικής μειονότητας, κυρίως σε θέματα θρησκείας, επέβαλαν στην Ελλάδα την διατήρηση του εμπολέμου ως μοναδικού μέσο άμυνας έναντι της Αλβανίας. Κατά τα άλλα η Αλβανία δεν συνιστούσε στρατιωτική απειλή για την Ελλάδα καθώς δεν ανήκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος η Ελλάδα και η μέχρι πρότινος απομονωμένη Αλβανία απέκτησαν διπλωματικές σχέσεις σχετικά ομαλές θα έλεγα, παρά τα προβλήματα του παρελθόντος. Εντούτοις, οι σχέσεις δεν απέβαλλαν τελείως την ψυχρότητα, ενώ από πλευράς Αλβανίας υπήρξαν άλλου  πλέον τύπου πιέσεις κατά της μειονότητας, επανήλθε δε σε διάφορα επίπεδα, αν και όχι πάντα επίσημα, το θέμα των Τσάμηδων και της αποζημιώσεως των περιουσιών τους.

Μέγα βήμα έκανε το 2009 η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή με υπουργό Εξωτερικών την κ. Ντόρα Μπακογιάννη όταν επιτεύχθηκε συμφωνία με την αλβανική κυβέρνηση για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Επρόκειτο για μια ακριβοδίκαιη συμφωνία, όπως αναφέρει ο καθηγητής Α. Συρίγος, «που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρότυπο θαλασσίων οριοθετήσεων καθώς ακολουθούσε κατά γράμμα τις σχετικές προβλέψεις της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982)». Δυστυχώς η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, πασιφανώς κατόπιν πιέσεως της Τουρκίας που δεν ήθελε να ισχύσουν οι ίδιες αρχές και στην περίπτωση του Αιγαίου.

Σήμερα λοιπόν, κατ' ουσίαν, τα προβλήματα με την Αλβανία συνοψίζονται, πρώτον στην δίκαιη ελληνική απαίτηση για καλύτερη μεταχείριση της ελληνικής μειονότητας. Δεύτερον στη μη υποκίνηση από πλευράς Αλβανίας θέματος Τσάμηδων ή Μεγάλης Αλβανίας. Τρίτον στο θέμα οριστικής λήξεως «του εμπολέμου» και βεβαίως στην προσπάθεια εκ νέου επίλυσης του ζητήματος οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.

Πιο συγκεκριμένα, μια συνολική συμφωνία, που θα λύνει όλα τα προαναφερθέντα θέματα μεταξύ των δύο κρατών, θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα εξής σημεία: αναφορικά με την ελληνική μειονότητα, ότι η Αλβανία οφείλει να εφαρμόσει τις αρχές της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης ως προς τα δικαιώματά της. Σημαντική θα είναι επίσης η καταγραφή του μειονοτικού πληθυσμού και η ποινικοποίηση των διακρίσεων και ρατσιστικών επιθέσεων. Επιπλέον, όσον αφορά το καθεστώς «του εμπολέμου», η Ελλάδα το 1987, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, με απόφαση υπουργικού συμβουλίου, κατήργησε το καθεστώς αυτό. Ωστόσο, η Αλβανία επιμένει να γίνει άρση «του εμπολέμου» από το ελληνικό Κοινοβούλιο παρά το γεγονός ότι δεν επεβλήθη από αυτό, ενώ η ίδια η Αλβανία δεν έχει προχωρήσει σε άρση του εν λόγω καθεστώτος. Όμως, για να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, η Ελλάδα μπορεί να δείξει πολιτική ανωτερότητα και να περάσει μία απόφαση από την Βουλή με την οποία να καταργεί το καθεστώς του «εμπολέμου» και νομοθετικά.

 Η επαναφορά των συζητήσεων περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών είναι ιδιαίτερα σημαντική και πρέπει να επιδιωχθεί λύση. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να επιμείνει στην χάραξη των ορίων βάσει της γραμμής ίσης αποστάσεως, καθώς και στην πλήρη επήρεια (δηλαδή την συμπερίληψη) των νησιών της περιοχής κατά την οριοθέτηση, χωρίς τη δημιουργία «ειδικών περιστάσεων». Επιπροσθέτως, μια πιθανή συμφωνία θα ήταν ορθό να περιλαμβάνει και την κατάργηση τυχόν διεκδικήσεων (εδαφών, συμβόλων κλπ) έμμεσων ή άμεσων και όλων των αλυτρωτικών στοιχείων, όπως είναι οι χάρτες της Μεγάλης Αλβανίας σε σχολικά βιβλία κλπ.

 Ένα επίσης σημαντικό σημείο είναι η σύμπλευση στην αντιμετώπιση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος με την δημιουργία κέντρων καταμέτρησης ή φιλοξενίας προσφύγων/μεταναστών εντός αλβανικού εδάφους. Τέλος, θεωρώ σημαντική την πρόβλεψη, στην συμφωνία, της δημιουργίας στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και της βελτίωσης των σχέσεων σε διάφορους τομείς, όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η ενέργεια (με την δημιουργία αγωγών με προορισμό την Ευρώπη). Σημαντικές είναι και οι υποδομές μεταφορών με προεξάρχουσα τη σιδηροδρομική «Εγνατία» (Δυρράχιο-Φλώρινα-Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη) που είναι μία ταχεία και όχι τόσο δαπανηρή λύση σύνδεσης του Ιονίου με την Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή, τουλάχιστον μέχρι την κατασκευή της ελληνικής εξόδου στο Ιόνιο (Καλαμπάκα-Ιωάννινα-Ηγουμενίτσα), λύση δυστυχώς πανάκριβη.

Η Ελλάδα ως η ισχυρότερη και πλουσιότερη χώρα των Βαλκανίων, οφείλει να ηγείται, να επιλύει προβλήματα και να οδηγεί την περιοχή στο μέλλον. Η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι φοβική αλλά τολμηρή, προασπίζοντας βεβαίως και τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Αν αυτό είναι σε θέση να το κάνει ο κ. Κοτζιάς και γενικώς η παρούσα κυβέρνηση είναι άλλο ζήτημα...

* Ο κ. Τζωρτζ Μενεσιάν είναι διεθνολόγος.

** Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Παρασκευής 6 Ιουλίου 2018.

Φωτογραφία: AP Photo/Hektor Pustina