Του Σάκη Μουμτζή
Λέμε πως «στρίβουμε», όταν αλλάζουμε απρόβλεπτα πορεία. Όταν ξαφνικά βρεθούμε, με δική μας επιλογή, εκτός της προγραμματισμένης και αναμενόμενης τροχιάς.
Τις τελευταίες ημέρες ο Κ.Μητσοτάκης κατηγορήθηκε από μερίδα της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας της Κεντροαριστεράς πως έκανε στροφή προς τα δεξιά.
Αφορμή γι΄αυτόν τον ισχυρισμό τους, έδωσε η ευνοϊκή θέση της Νέας Δημοκρατίας για τα συλλαλητήρια και για την μη αναφορά, στην σύνθετη ονομασία, της λέξης «Μακεδονία» σε οποιαδήποτε μορφή.
Είναι ολοφάνερο πως ο Κ.Μητσοτάκης πολιτεύεται με γνώμονα το συμφέρον της δικής του παράταξης και όχι για να γίνει αρεστός στην Κεντροαριστερά. Αυτά έχουν ειπωθεί εξαντλητικά.
Επίσης είναι κοινός τόπος πως η Νέα Δημοκρατία δεν είναι κόμμα μόνον του Κέντρου. Είναι και κόμμα της Δεξιάς που αποτελεί και τον σκληρό και σταθερό της πυρήνα.
Συνεπώς, ο ηγέτης αυτής της παράταξης κινείται μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Αν τα διαρρήξει ή οδηγήσει το σκάφος μόνον προς μια κατεύθυνση, διακυβεύει την ενότητα της.
Και καθήκον ενός αρχηγού είναι να την διαφυλάσσει και όχι να την υπονομεύει.
Δηλαδή δεν έκανε καμιά στροφή ο Κ.Μητσοτάκης;
Φυσικά και δεν έκανε. Κινήθηκε μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο της Νέας Δημοκρατίας. Δεν το διέρρηξε.
Όσοι ήλπιζαν ή ανέμεναν ότι θα το κάνει, είναι βαθύτατα νυχτωμένοι. Κανένας αρχηγός κόμματος δεν μπορεί να αγνοήσει τις ευαισθησίες και τα χαρακτηριστικά του χώρου που ηγείται.
Πολύ δε περισσότερο, όταν βρίσκεται ένα βήμα πριν από την εξουσία.
«Μα δεν άλλαξε την θέση της Νέας Δημοκρατίας για σύνθετη ονομασία, όπως διατυπώθηκε αυτή στο Βουκουρέστι το 2008;», θα ρωτήσει ο αναγνώστης.
Η συγκεκριμένη πρόταση απορρίφθηκε από την πλευρά της FYROM. Και πρόταση απορριφθείσα, δεν αποτελεί το σημείο εκκίνησης μιας επόμενης διαπραγμάτευσης. Αυτό το σημείο το καθορίζει ο συσχετισμός των δυνάμεων.
Σεβαστή η ακαδημαϊκή αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων, αλλά αυτές τελικά διαμορφώνονται από πολιτικές ορίζουσες.
Πολύ απλά, δεν υπάρχει μια διαρκής διαπραγμάτευση ενός προβλήματος. Δεν υπάρχουν διαπραγματευτικά κεκτημένα.
Υπάρχουν οι συζητήσεις και η υποβολή προτάσεων από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές και τελικά ή υπάρχει συμφωνία ή δεν υπάρχει.
Στην δεύτερη περίπτωση η διαπραγμάτευση περατούται και το πρόβλημα παραμένει.
Το πώς θα αρχίσει η επόμενη διαπραγμάτευση εξαρτάται από την ισχύ της κάθε πλευράς, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Τι έπραξε η Νέα Δημοκρατία; Ερμήνευσε πως οι γείτονες επείγονται να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και υπενθύμισε πως αυτοί απέρριψαν την πρόταση της Ελλάδος για διπλή ονομασία το 2008.
Τι πιο λογικό η σημερινή διαπραγμάτευση να εκκινήσει από μηδενικό σημείο για το όνομα. Το πού θα καταλήξει θα προσδιοριστεί από τις ανάγκες της κάθε πλευράς, τις παραχωρήσεις που θα κάνει και τα ανταλλάγματα που θα πάρει.
Αυτά όμως ορίζονται από τον συσχετισμό των δυνάμεων.
Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία με την αναπροσαρμοσμένη θέση της –που δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή-διαφύλαξε και την ενότητα του χώρου της και προσδιόρισε την αφετηρία της νέας διαπραγμάτευσης.
Το γεγονός πως αυτό δεν άρεσε σε κάποιους πολίτες συγκεκριμένης πολιτικής τοποθέτησης, ελάχιστη σημασία έχει.
Και ο επαναπροσδιορισμός της διαπραγματευτικής θέσης, δεν συνιστά «δεξιά στροφή». Δηλαδή, η αποδοχή της σύνθετης ονομασίας αποτελεί «αριστερή-προοδευτική θέση;»
Έχουμε σώας τας φρένας;
Άλλωστε, όπως έλεγε εμβληματικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς, « δεν υπάρχουν δεξιές ή αριστερές πολιτικές, αλλά σωστές ή λάθος.»