Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Οι περισσότεροι έχουμε μάθει από τα μαθητικά μας χρόνια πως ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος και πως οι αγορές είναι μια σύγχρονη ζούγκλα. Αυτά διδαχθήκαμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο σε κάθε βαθμίδα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Μάθαμε επίσης πως οι αγορές πρέπει να είναι ελεγχόμενες, να προστατεύουν τους συμμετέχοντες, να προσδιορίζουν τις τιμές, να καθορίζουν τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση και να ρυθμίζουν διαρκώς τις σχέσεις ανάμεσα στους συναλλασσόμενους. Μάθαμε επίσης πως οι αγορές και οι καπιταλισμός προκαλούν την ανεργία και τους πολέμους, πως έχουν ως κίνητρο το κέρδος και όχι τον άνθρωπο.
Κι έτσι μάθαμε να αντιστεκόμαστε στις αγορές. Είμαστε επιφυλακτικοί με τις συναλλαγές. Φοβόμαστε μήπως από πίσω από τη συναλλαγή, κάποιος κερδοσκόπος μας κάνει κακό. Κάποιος που να θέλει να αγοράσει φτηνά αυτό που εμείς πουλάμε ή να μας πουλήσει ακριβά, αυτό που εμείς θέλουμε να αγοράσουμε. Επιθυμούμε τη ρύθμιση, τον έλεγχο, την προστασία παραγνωρίζοντας τους κανόνες που ισχύουν στις αγορές. Μάθαμε να φοβόμαστε την ελεύθερη οικονομία και τον ανταγωνισμό, προστατευμένοι πίσω από τους παρεμβατικούς μηχανισμούς και την προστασία του κράτους. Και όταν ξυπνήσαμε από το όνειρο της αιώνια εξασφαλισμένης αλλά δανεικής ευμάρειας και βιώσαμε το περιβάλλον να καταρρέει, ήταν πολύ αργά.
Οι ελεύθερες αγορές είναι ένα σύστημα επικοινωνίας, που παρέχει καλύτερες, γρηγορότερες, σαφέστερες και λεπτομερέστερες πληροφορίες για την πραγματικότητα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα. Είναι ένας μηχανισμός διαμόρφωσης τιμών, που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τι αποτιμάται, πως, πού, πόσο, από ποιον και σε σχέση με τι άλλο. Παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να αξιοποιήσουμε τους υπάρχοντες πόρους με τη μεγαλύτερη αξία και να δημιουργήσουμε πλούτο. Από τις αγορές μαθαίνουμε αν ένα προϊόν έχει ζήτηση κι αν αξίζει να διαθέσουμε πόρους και κεφάλαια ώστε επενδύσουμε στην παραγωγή αυτού του προϊόντος. Από τις αγορές αντιλαμβανόμαστε την προσφορά θέσεων εργασίας, τις επαγγελματικές τάσεις και τις αυξομειώσεις των μισθών. Και πάντα στις αγορές ισχύει το πασίγνωστο αμερικανικό αρκτικόλεξο “WYSIWYG”, που σημαίνει “what you see, is what you get”.
Όλοι επιθυμούμε, οι καταναλωτές να αποτιμούν υψηλότερα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχουμε, ενώ την ίδια στιγμή απαιτούμε χαμηλότερες τιμές από τους παραγωγούς και τους έμπορους, όταν εμείς λαμβάνουμε τη θέση του αγοραστή. Όσο συντομότερα αντιληφθούμε πως η ίδια η αγορά θα προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια τις τιμές των προϊόντων και την υπηρεσιών, μέσα από μια μεγάλη γκάμα κριτηρίων όπως είναι η επιθυμία, η ποιότητα, η ποσότητα, η σπανιότητα, η χρησιμότητα και η διάθεση των καταναλωτών, τόσο νωρίτερα θα μπορέσουμε να προσαρμοστούμε και να βρούμε τον τρόπο της γέννησης του δικού μας πλούτου, μέσω της δημιουργίας αξίας για άλλους.
Τα σήματα των αγορών είναι εκεί και μας περιμένουν, να τα ακούσουμε και να τα μελετήσουμε. Για παράδειγμα το σήμα των αγορών για τα ελληνικά ομόλογα, είναι πως εμπεριέχουν μεγάλο ποσοστό ρίσκου και γι' αυτό το λόγο επιζητούν μεγαλύτερες αποδόσεις. Αυτό είναι ένα σήμα, που η κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να το ζυγίσει και να κινηθεί ανάλογα. Τα σήματα των αγορών, καταγράφουν τις τάσεις, τις νέες ανάγκες και οδηγούν στις ευκαιρίες. Αυτό βέβαια συμβαίνει, εκεί όπου οι αγορές είναι ανοικτές και ελεύθερες.
Αυτά τα σήματα υφίστανται στρεβλώσεις ή και αποκρύβονται, όταν στην αγορά γίνονται παρεμβάσεις από εξωγενείς δυνάμεις, μέσω νόμων, επιδοτήσεων, ρυθμίσεων, εγγυήσεων, μηχανισμών διατίμησης και προστατευτισμού. Με αυτόν τον τρόπο καταστρέφονται αξίες, μετακινούνται οι περιορισμένοι πόροι σε χρήσεις χαμηλότερης αξίας και οδηγούμαστε σε μοντέλα που καταλήγουν σε καταστάσεις αποεπένδυσης, σε καταστάσεις ανεργίας, ανέχειας και φτώχιας. Η παρέμβαση ανάμεσα στους ελεύθερα συναλλασσόμενους παράγοντες των αγορών, διαστρέφει τους μηχανισμούς που προσδιορίζουν την αξία των συναλλαγών. Δεν είναι λογικό, ούτε οι τιμές, ούτε οι τρόποι των συναλλαγών να καθορίζονται από τρίτους, στερώντας την ελευθερία της συναλλαγής, της ελευθερία της συνεργασίας και την ελευθερίας της επιλογής. Οι άνθρωποι αποδίδουν αξία σε διαφορετικά πράγματα. Θέλουν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, με τον δικό τους τρόπο. Πως είναι δυνατόν, να δεχόμαστε πως κάποιος άλλος θα έρθει να καθορίσει τις ανάγκες μας και τις αποτιμήσεις των επιθυμιών μας;
Όλοι όσοι είμαστε υποστηρικτές της οικονομικής ελευθερίας κατανοούμε σε βάθος ότι ο καπιταλισμός είναι η πηγή του πλούτου της σύγχρονης οικονομίας μας και πως οι αγορές είναι το κυρίαρχο εργαλείο. Ξέρουμε επίσης ότι τα κράτη δεν δημιουργούν πλούτο, αλλά καρπώνονται μέσω των φόρων τον πλούτο από τους παραγωγικούς ανθρώπους, που καταφέρνουν να αποκομίσουν κέρδη από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Οπότε από τη φύση του, το κράτος επιθυμεί να ρυθμίζει και να ορίζει τις αγορές, έτσι ώστε να καρπώνεται τα μέγιστα οφέλη, ικανοποιώντας ταυτόχρονα όσους αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στα οικονομικά δρώμενα περιμένοντας τη φροντίδα και τη βοήθεια τους κράτους “πατερούλη”.
Οι σοσιαλιστές βέβαια υποστηρίζουν πως τα κεφάλαια που δραστηριοποιούνται στις ελεύθερες οικονομίες είναι διαρκώς διαθέσιμα προς αναδιανομή, μέσω των παρεμβάσεων στους μηχανισμούς των αγορών. Δεν αντιλαμβάνονται ότι μόλις μετατρέψεις την ελεύθερη οικονομία σε σοσιαλιστική, η παραγωγή νέου πλούτου παύει και ξεκινάει ο δρόμος προς την εξαθλίωση. Το παραμύθι του σοσιαλισμού που κτίζεται και χρηματοδοτείται από τον πλούτο που παράγει η ελεύθερη οικονομία και οι αγορές, δεν υπάρχει ούτε σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας.
Απαντώντας δε, στο ερώτημα του τίτλου του άρθρου δανείζομαι κάτι που έχει γράψει ο George Reisman στο βιβλίο του “ Capitalism: A Treatise on Economics”, όπου αναφέρει πως «... υπό τον καπιταλισμό, ο ανταγωνισμός είναι το διαμετρικά αντίθετο του νόμου της ζούγκλας: είναι ένας ανταγωνισμός παραγωγών για την παραγωγή του πλούτου, και όχι καταναλωτών για την κατανάλωσή του».