Με αφορμή τις εκλογές στο ΚΙΝΑΛ για την ανάδειξη του αρχηγού του, τίθεται το γενικότερο ερώτημα κατά πόσο είναι θεμιτό ψηφοφόροι άλλων κομμάτων, με τη συμμετοχή τους, να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του αποτελέσματος εσωκομματικών εκλογών άλλου κόμματος.
Απαντώ : εξαρτάται από ποια οπτική βλέπουμε το ζήτημα. Από την πολιτική ή τη δεοντολογική;
Πολιτική προσέγγιση.
Είναι λογικό το ποιος θα αναδειχθεί στην ηγεσία ενός κόμματος που επηρεάζει τις εξελίξεις, να ενδιαφέρει και τους φίλους των άλλων κομμάτων, ιδιαίτερα αν ένα από τα βασικά θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η προεκλογική θεματολογία και ο διάλογος είναι οι πολιτικές συνεργασίες και συμμαχίες. Έτσι, οι ψηφοφόροι των άλλων κομμάτων είναι επόμενο να θελήσουν να συνδιαμορφώσουν το αποτέλεσμα προς την κατεύθυνση που αυτοί επιθυμούν. Στην προκειμένη περίπτωση η εκλογή αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ ενδιαφέρει άμεσα τόσο τη Νέα Δημοκρατία όσο και το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ενδεχόμενο μη επίτευξης αυτοδυναμίας, ακόμα και στις εκλογές με την ενισχυμένη αναλογική, δεν μπορεί να αποκλειστεί και οι συνεργασίες να κρίνουν τις εξελίξεις. Συνεπώς, το ενδιαφέρον είναι και άμεσο και σοβαρό και δικαιολογημένο.
Δεοντολογική προσέγγιση.
Είναι αδιανόητο οι ψηφοφόροι άλλων κομμάτων να συμμετέχουν σε διαδικασία ανάδειξης αρχηγού άλλου κόμματος. Δεν είναι νοητό αυτοί να καθορίζουν τις εξελίξεις σε ένα κόμμα που δεν πρόκειται να ψηφίσουν. Στο βαθμό που η συμμετοχή σε αυτήν την εκλογική διαδικασία είναι ανοικτή, η στάση είναι προσωπική και σε τελική ανάλυση αφορά το πολιτικό ήθος του καθενός που δεν ανήκει στο χώρο που διεξάγει τις εσωκομματικές εκλογές. Ο καθένας φροντίζει τα του οίκου του και σέβεται την αυτονομία των άλλων κομμάτων. Διαφορετικά έχουμε μια οιονεί νόθευση ενός εκλογικού αποτελέσματος.
Προς άρση παρεξηγήσεων, να διευκρινίσω πως όσοι ψήφισαν στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, χωρίς να έχουν ξαναψηφίσει Νέα Δημοκρατία, τεκμαίρεται πως στις εθνικές εκλογές του 2019 ψήφισαν όλοι Νέα Δημοκρατία. Το αντι—ΣΥΡΙΖΑ κλίμα που επικρατούσε τότε δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το τι ψήφισαν αυτοί οι άνθρωποι.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή στην προσέγγιση του προβλήματος από καθαρά πολιτική σκοπιά, το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στη σωστή διάγνωση, η εκλογή τίνος υποψηφίου συμφέρει τελικά στο κόμμα μας. Και εδώ μπορεί να υπάρξουν διιστάμενες απόψεις και να παρατηρηθεί το φαινόμενο ψηφοφόροι του ιδίου κόμματος, ερμηνεύοντας διαφορετικά το κομματικό συμφέρον, να ψηφίσουν διαφορετικούς υποψηφίους.
Προσωπικά, τείνω προς τη δεοντολογική προσέγγιση. Ένας πολιτικός χώρος θα πρέπει να αφεθεί απερίσπαστος να βρει τα βήματα του χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τον σύρουν σε μονοπάτια που πιθανόν δεν θα ακολουθούσε χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις.
Οι συμμαχίες και οι συνεργασίες δεν προκύπτουν μέσα από δορυφορικά σχήματα, αλλά μέσα από διάλογο που καταλήγει σε ένα κοινό πρόγραμμα.