Το πλαφόν είναι μια αγαπημένη λέξη στη χώρα μας. Μια λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον στον πολιτικό λόγο, καθώς και στην προσπάθεια εκφοράς ενός στοιχειώδους οικονομικού λόγου. Ωστόσο κατά τη γνώμη μας το πλαφόν σαν οικονομικός όρος, συμβαδίζει τέλεια με τον οικονομικό ανορθολογισμό και με την τάση ικανοποίησης κάθε λαϊκίστικου κινήματος αγανάκτησης.
Μόλις ακριβαίνει κάποιο προϊόν στις αγορές, οι πολίτες ζητούν από τους πολιτικούς «να βάλουν πλαφόν». Κάτι στο οποίο συνήθως «ο καλός πατερούλης» πολιτικός ενδίδει, δείχνοντας πως αφουγκράζεται τις ανάγκες των πολιτών. Διότι η επιλογή της υιοθέτησης του πλαφόν στις τιμές σημαίνει ότι ο καταναλωτής αγοράζει κάτι, σε μια τιμή που δεν προσδιορίζει η αγορά, αλλά κάποιος άλλος μηχανισμός.
Υποτίθεται ότι το πλαφόν προστατεύει τους καταναλωτές από τις υπερβολικές αυξήσεις και τα υψηλά κέρδη. Όμως δεν είναι έτσι. Ειδικά σε προϊόντα, όπως είναι το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο ή τα σιτηρά ή γενικά τα εμπορεύματα, οι τιμές των οποίων προσδιορίζονται με διαφορετικό τρόπο από αυτόν, που έχουν οι καταναλωτές στο μυαλό τους. Διότι τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή του πλαφόν και της «πραγματικής τιμής», κάποιος την πληρώνει. Και αυτός ο «κάποιος» δεν είναι άλλος από τον φορολογούμενο, δηλαδή τον ίδιο τον καταναλωτή. Μόνο που δεν την πληρώνει άμεσα αγοράζοντας το προϊόν, αλλά μεταχρονολογημένα μέσω της φορολογικής δήλωσης.
Και αυτό διότι η διαφορά καταβάλλεται στον προμηθευτή από το κράτος που επιβάλει το πλαφόν. Διότι αν αποφασίζει το κράτος για παράδειγμα να θέσει πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, αυτό σημαίνει ότι θα χρηματοδοτήσει τη διαφορά της τιμής που θα πληρώνει ο καταναλωτής, από την τιμή που ζητάει ο προμηθευτής στην ελεύθερη αγορά.
Η οικονομική θεωρία αλλά και η εμπειρία, έχουν δείξει ότι η επιβολή πλαφόν στρεβλώνει ακόμα περισσότερο τη λειτουργία των αγορών, εμφανίζοντας πολιτικές καρτέλ ή ελλείψεων προϊόντων. Τα καρτέλ στήνονται για να προστατευτούν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, οδηγώντας τελικά τις τιμές στο υψηλότερο δυνατόν σημείο. Ενώ οι ελλείψεις σε προϊόντα μπορεί να είναι είτε τεχνητές με την αποθήκευση / «στοκάρισμα» των προϊόντων ή πραγματικές, με τους προμηθευτές να επιλέγουν να πωλήσουν τα προϊόντα τους σε άλλες αγορές.
Στην προκειμένη περίπτωση με το φυσικό αέριο, η Ρωσία προκαλεί αφ’ ενός τεχνητή έλλειψη στο σύστημα και αφ’ ετέρου πουλάει υδρογονάνθρακες με έκπτωση της τάξης ακόμα και του 30% σε σχέση με τις ισχύουσες τιμές της αγοράς, σε μη ευρωπαϊκές χώρες που διψούν για ενέργεια όπως η Ινδία ή ακόμα και το Αφγανιστάν.
Εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες η αγορά είναι πολύ δύσκολο να αυτορυθμιστεί, διότι ζούμε κάτω από έκτακτες καταστάσεις, στις οποίες οι αγορές δεν ανταποκρίνονται με ορθολογικό τρόπο.
Ωστόσο η επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου ή του ηλεκτρικού ρεύματος, η εντατικοποίηση της αποθήκευσης φυσικού αερίου, αλλά η εξαγγελία για την αποσύνδεση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος από τις τιμές του φυσικού αερίου αποτελούν πρωτοβουλίες που δεν δίνουν λύσεις. Απλά ετεροχρονίζουν το πρόβλημα. Και ο ετεροχρονισμός αυτός θα επιβαρύνει δημοσιονομικά τις χώρες της Ευρώπης.
Η ιστορία έχει δείξει ότι κατά τη διάρκεια των πολέμων καταρρέουν ολόκληρες οικονομίες. Το ερώτημα είναι, το πώς θα περάσει η Ευρώπη μέσα από αυτόν τον ενεργειακό πόλεμο, χωρίς να καταστραφεί οικονομικά, πληρώνοντας με τον πιο επώδυνο τρόπο λανθασμένες στρατηγικές, εμμονικές προσεγγίσεις και ολιγωρίες. Ένα είναι σίγουρο. Πως το πλαφόν, δεν θα σώσει τα πράγματα.