Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Είναι πλέον καταφανέστατο ότι οι ουτοπιστικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση μιας λύσης στη συριακή κρίση που να την καθιστά ένα κυρίαρχο έθνος με διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα όπως ήταν το 2010, δεν υπάρχει πια. Δεν διαφαίνεται καμία πολιτική κίνηση στη διεθνή κοινότητα με διάθεση να γυρίσει το ρολόι πίσω στην πάλαι ποτέ Συρία υπό μια νέα κυβέρνηση με πολιτική σταθερότητα και γεωστρατηγική βιωσιμότητα. Κάθε σχέδιο που θέτει στόχο να σταματήσει τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία εκτιμάται ότι αντικρούει σε σαφείς παραδοχές. Η Συρία πλέον δεν μπορεί να ενωθεί. Όλες οι αποτυχημένες προσπάθειες στην αναζήτηση ενός ειρηνικού τέλους στην αιματοχυσία της Συρίας στέλνουν ένα αξιοθρήνητο μήνυμα, ότι όλες οι διαπραγματεύσεις επίλυσης της διαμάχης, τουλάχιστον μέχρι τώρα είναι απίθανο να επιτύχουν. Πιο συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κάθε πλευρά θεωρεί την παραχώρηση ως ήττα, η δυνατότητα επίτευξης μιας καθαρά διπλωματικής λύσης είναι εξαιρετικά απίθανη. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει ακόμα και αν ο Μπασάρ αλ Άσαντ θα πεισθεί να εγκαταλείψει τη χώρα του και να ζήσει εξόριστος κάπου αλλού.
Θα τολμήσω μια ρεαλιστική εκτίμηση, που απορρέει από την ανάλυση των γεγονότων. Η εξέγερση της Συρίας είναι πιθανότερο να τελειώσει με έναν από τους δύο παρακάτω τρόπους: είτε η μία πλευρά τελικά θα καταπνίξει την άλλη εντελώς, είτε οι ισχυροί θα συμφωνήσουν τελικά να παρέμβουν στρατιωτικά για να επιβάλουν τον τερματισμό της σφαγής και στη συνέχεια θα τοποθετήσουν τους λεγόμενους παρατηρητές, για να επιβλέψουν την πολιτική μετάβαση στην ομαλότητα. Άλλωστε έχουμε γίνει θεατές του ιδίου έργου επανειλημμένως.
Ο λόγος που η διπλωματία μέχρι τώρα απέτυχε μια ειρηνική συμβιβαστική λύση δεν είναι μόνο επειδή και οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αδιέξοδο και αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση με όρους μηδενικού αθροίσματος, αλλά επειδή καμία πλευρά δεν εμπιστεύεται τον αντίπαλο της για να προβεί σε ουσιαστική συμφωνία. Την ίδια στιγμή, το μέτωπο της Συρίας έχει καταστεί “το μήλον της έριδος” από τις διάφορες δυνάμεις που αναζητούν ένα αυξημένο γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή.
Εν ολίγοις, η Συρία μέχρι τώρα, έχει γίνει ένα πεδίο μάχης δύο περιφερειακών συνασπισμών και των συμμάχων αυτών, που έχουν εμπλακεί σε έναν αγώνα για το ποιος θα κερδίσει τη μεγαλύτερη επιρροή στη Μέση Ανατολή, ακριβώς όπως συνέβη στο Λίβανο, κατά τη διάρκεια του μακρού εμφυλίου πολέμου μεταξύ του 1975 και 1990. Λόγω της ακραίας πόλωσης της κοινωνίας της Συρίας, αυτή είναι διαιρεμένη μεταξύ εκείνων που εμπιστεύονται τον Μπασάρ αλ Άσαντ και εκείνων που αμφισβητούν την τρέχουσα κατάσταση διακυβέρνησης. Είναι απίθανο, ακόμη και με συνθηκολόγηση της πλευράς του καθεστώτος να οδηγηθούν τα δύο αντιμαχόμενα μέρη να καταθέσουν τα όπλα και να συμφωνήσουν σε μια νέα, αμοιβαία ικανοποιητική λύση άσκησης της εξουσίας.
Με τέτοια σημαντικά εγγενή εμπόδια που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, οι διεθνείς προσπάθειες για τον τερματισμό των εχθροπραξιών θα πρέπει να παρουσιάσουν σε αμφότερες τις πλευρές αξιόπιστη λύση για να τους πείσει να διαπραγματευθούν και να φθάσουν σε μια συμφωνία. Αυτή η λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει εγγυήσεις ασφαλείας προς κάθε πλευρά. Ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι για τη δυτική διεθνή κοινότητα να πείσει τους υποστηρικτές του Μπασάρ αλ Άσαντ, όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν να αλλάξουν στάση και να βοηθήσουν στην απομάκρυνση του Προέδρου της Συρίας. Εκτιμάται ότι, αυτή η κίνηση θα καταργήσει το βασικό εμπόδιο για να καθίσουν, οι υποστηρικτές του καθεστώτος του Μπάαθ με την αντιπολίτευση να διαπραγματευτούν.
Ωστόσο, η απομάκρυνση του Μπασάρ αλ Άσαντ θα είναι απλώς η πρώτη κίνηση από μια σειρά από αναγκαία μέτρα για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου. Ακόμη και μετά από την καθαίρεση του Μπασάρ αλ Άσαντ, μια επιτυχημένη πολιτική επίλυση της κρίσης πρέπει να βασίζεται στην συμμετοχή ενός ισχυρού τρίτου μέρους για την επιβολή της ειρήνης, το οποίο να παρέχει τη σταθερή εγγύηση ότι δεν θα παραβιαστεί μελλοντικά η ανακωχή και δεν θα επιτραπούν αντίποινα. Με άλλα λόγια, για την επίτευξη της πολιτικής επίλυσης της κρίσης και την αποφυγή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής, προτείνεται η σημαντική συμμετοχή ενός τρίτου μέρους. Αυτό το ρόλο προσπαθεί να αναλάβει η Τουρκία και γι' αυτό χρειάζεται η ελληνική διπλωματία να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα.
Οι αεροπορικοί και ναυτικοί βομβαρδισμοί δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την όποια αεροπορική ισχύ για την κατακρήμνιση του Μπασάρ αλ Άσαντ από την εξουσία. Ως αποτέλεσμα, μόνο με τη χρήση της αεροπορικής ισχύος δεν μπορεί να τελειώσει η αιματοχυσία μακροπρόθεσμα. Όπως καταδεικνύεται από τις συμφωνίες του Ντέιτον, στη Βοσνία, ακόμη και αν οι αεροπορικές επιθέσεις είναι αποφασιστικής σημασίας για τον τερματισμό των εχθροπραξιών, φθάνοντας σε μια δεσμευτική συμφωνία θα απαιτηθεί η είσοδος ειρηνευτικών στρατευμάτων, για να παρέχουν τις εγγυήσεις για την αξιόπιστη συμφωνία αμοιβαίας ασφάλειας.
Οι ΗΠΑ, και ιδιαίτερα ο πρόεδρος Trump, έχει θέσει τρεις συγκεκριμένους στόχους για τη Μέση Ανατολή:
1. να επιλυθεί το πρόβλημα Ισραήλ-Παλαιστίνης. Νομίζει ότι μπορεί να κερδίσει όπου έχουν χάσει οι άλλοι,
2. να ακυρώσει την πυρηνική συμφωνία του Ομπάμα με το Ιράν, χαρακτηρίζοντάς την ως "τη χειρότερη συμφωνία που υπήρξε ποτέ" και,
3. να αποτελειώσει το ισλαμικό κράτος ISIS και στη συνέχεια να αποχωρίσει από τη Συρία.
Ο καθένας από τους στόχους του Trump είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτος και γενεσιουργός αιτία νέων προβλημάτων. Και εξηγούμαι: Εάν αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, όπως ανακοίνωσε θα αφήσει στο Ιράν ελεύθερο πεδίο δράσεως κατά της Συρίας, αλλά κυρίως και κατά του Ισραήλ, που είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος των αμερικανών στην περιοχή. Οπότε αποτυγχάνει να ελέγξει το Ιράν. Θα οδηγήσει επίσης σε πλήγματα των ισραηλινών στις δυνάμεις που υποστηρίζονται από το Ιράν στη Συρία, αυξάνοντας περαιτέρω την ένταση στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Αυτό, με τη σειρά του, θα αποτελειώσει την ήδη εξασθενισμένη πιθανότητα της όποιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Επίσης, θα επιταχύνει την αναβίωση τρομοκρατικών οργανώσεων, μεταξύ των απομονωμένων υφιστάμενων Σουνιτών που διψάνε για εκδίκηση. Οπότε τεκμαίρεται το συμπέρασμα ότι η παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων είναι πλέον αδήριτος ανάγκη.
Έτσι, είναι απαραίτητο οι νέοι σχεδιασμοί να επικεντρωθούν στην εξεύρεση ρεαλιστικών λύσεων για το νέο συριακό κράτος και να διαμορφώσουν ένα βιώσιμο βασικό σχέδιο αποδεκτό από τους ηγέτες των περιφερειακών και παγκόσμιων συστημάτων. Η συνέχιση του πολέμου στη Συρία σημαίνει περισσότερη αιματοχυσία, μεγαλύτερες ροές προσφύγων, διάχυση τρομοκρατίας, και προσμονή του ριζοσπαστικού σουνιτικού στρατοπέδου για την ίδρυση Χαλιφάτου του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους.
Αντίθετα, μια συντονισμένη και συστηματική διευθέτηση με σκοπό το διαχωρισμό μεταξύ της σουνιτικής πλειοψηφίας και των μειονοτήτων που ζουν στο έδαφος της Συρίας, που θα πραγματοποιηθεί με διεθνή υποστήριξη και ηγεσία παρουσιάζει μεγαλύτερες πιθανότητες για σταθερότητα.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ.
Φωτογραφία: Shutterstock