Του Γιάννη Καρνέζη*
Όταν κάνουμε τον απολογισμό του πολιτικού βίου και των πεπραγμένων μεγάλων αλλά και συχνά συκοφαντημένων φιλελεύθερων πολιτικών όπως ο πρόσφατα εκλιπών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επανέρχεται με τη μία ή την άλλη μορφή το ερώτημα εάν η Πολιτική πρέπει να διαμορφώνεται με βάση τις αρχές της Οικονομίας ή, αντίθετα, εάν θα πρέπει η Οικονομία να προσαρμόζεται και να εξυπηρετεί τους βασικούς στόχους και επιδιώξεις της Πολιτικής. Με άλλα λόγια: πρέπει η Πολιτική να υποτάσσεται στην Οικονομία ή η Οικονομία στην Πολιτική; Ή, ακόμα πιο απλά, με τη γλώσσα του λαϊκισμού: οι «αριθμοί πάνω από τους ανθρώπους» ή «οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς»;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο σχεδιασμό μιας στρατηγικής της πορείας προς την ανάπτυξη ενός κράτους ή την έξοδο από μια πολύπλοκη οικονομική - πολιτική - κοινωνική κρίση. Για να προσεγγίσουμε την απάντηση θα πρέπει να εξετάσουμε και τα δύο πιθανά σενάρια.
Κατά το πρώτο σενάριο η πολιτική μιας κυβέρνησης είναι ο βασικός θεμελιώδης μηχανισμός με τον οποίο επιτελείται το κύριο έργο της δηλαδή η ικανοποίηση τόσο των κοινών αναγκών της κοινωνίας όσο και των εξατομικευμένων αναγκών κάθε ατόμου μέλους της. Κατά το σενάριο αυτό η αρχική επιλογή των πολιτικών στόχων γίνεται με βάση την ιδεολογική τοποθέτηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ακολούθως διαμορφώνονται οι πολιτικές τακτικές που θα οδηγήσουν στην εκπλήρωση των στόχων αυτών.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι το μόνο εργαλείο με το οποίο η μπορεί η Πολιτική να προωθήσει τους στόχους της είναι ο εξαναγκασμός. Η επιβολή δηλαδή μέσω των αναγκαστικών κανόνων (νόμων) και των μηχανισμών συμμόρφωσης (δικαιοσύνη, διωκτικές αρχές) στους πολίτες του πλαισίου για το τι πρέπει αυτοί να κάνουν ή τι τους απαγορεύεται να κάνουν. Είναι όμως η Πολιτική επαρκής ώστε από μόνη της να προγραμματίσει και να πραγματοποιήσει τις ενέργειες που θα οδηγήσουν στην ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών; Αυτό θα προϋπέθετε έναν πλήρως κεντρικό προγραμματισμό της παραγωγής και κατανομής όλων των αγαθών καθώς και πλήρη ευθυγράμμιση της παραγωγικής και καταναλωτικής ζωής των πολιτών στις επιταγές της πολιτικής. Τέτοια «πειράματα» έχουν δοκιμαστεί εκτεταμένα στα πλαίσια ολοκληρωτικών καθεστώτων υπό τον μανδύα του «επιστημονικού» σοσιαλισμού σε κομμουνιστικά κράτη του προηγούμενου αιώνα και έχουν, παράλληλα με την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών, οδηγήσει σε εμφανή αποτυχία όσον αφορά την εξασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης και ανάπτυξης. Αν δεχτούμε λοιπόν, στα πλαίσια πάντα του πρώτου σεναρίου που εξετάζουμε, ότι το εργαλείο με το οποίο παράγονται τα αποτελέσματα της Πολιτικής μίας κυβέρνησης είναι ο μηχανισμός της Οικονομίας τότε διερωτάται κανείς κατά πόσο αποτελεσματικά μπορεί η Οικονομία να ανταποκρίνεται πάντα στους πολιτικούς στόχους της κάθε κυβέρνησης, ειδικά σε καταστάσεις κατά τις οποίες το κράτος βρίσκεται σε περιόδους δοκιμασίας, όπως η τρέχουσα κρίση στην πατρίδα μας.
Το «κλειδί» για να καταλάβουμε τη δυναμική του σεναρίου αυτού είναι να κατανοήσουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υπάρχει μια απόλυτα αντικειμενική βάση στην επιστήμη των Οικονομικών. Τα Οικονομικά είναι ουσιαστικά η επιστήμη των αμετάβλητων και σταθερών αρχών που διέπουν όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της παραγωγής και κατανομής πλούτου (φυσικών αγαθών). Οι αρχές αυτές είναι στη βάση τους ''φυσικοί νόμοι'', ανάλογοι με αυτούς των άλλων επιστημών και σαν τέτοιοι δεν πηγάζουν ούτε μπορούν να τροποποιηθούν από νομοθετικές ή άλλες πολιτικές δραστηριότητες. Η Πολιτική μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με την θέληση της πλειοψηφίας ή ακόμα και μιας επικρατούσας μειοψηφίας, αλλά οι νόμοι της Οικονομίας όχι. Η ιδέα ότι η Οικονομία μπορεί να «υποταχτεί» στην Πολιτική πηγάζει κυρίως από την λανθασμένη παραδοχή ότι εφόσον η Πολιτική, με τη μορφή του Κράτους, μπορεί να τροποποιήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και, επίσης, ότι όλες οι οικονομικές δραστηριότητες, παραγωγικές και καταναλωτικές, είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης συμπεριφοράς τότε και η Πολιτική μπορεί να τροποποιήσει την Οικονομία και τους νόμους της. Σε πολλές περιπτώσεις έχει η Πολιτική επιχειρήσει να ''ρυθμίσει'' παράγοντες της ελεύθερης Οικονομίας, όπως να ορίσει το ύψος μισθών, να διαμορφώσει τιμές διαφόρων προϊόντων ή ακόμη και να ελέγξει τη δημιουργία κεφαλαίου, ωστόσο το ιστορικό προηγούμενο έχει δείξει την αδυναμία αποτελεσματικότητας αυτών των παρεμβάσεων. Ιδιαίτερα η προσπάθεια, με διάφορα μοντέλα πολιτικού σχεδιασμού, αποσύνδεσης της παραγωγικής διαδικασίας από την κατανάλωση έχει οδηγήσει σε πολλαπλές κρίσεις σε διάφορα επίπεδα καθώς αντιβαίνει την αρχή της Οικονομίας ότι η κινητήρια δύναμη της παραγωγής είναι η προοπτική κατανάλωσης.
Η ανάλυση των λεπτομερειών των μηχανισμών με τους οποίους αποδεικνύεται το λάθος της παραδοχής ότι η Πολιτική μπορεί να τροποποιήσει την Οικονομία είναι πέρα από το σκοπό του άρθρου αυτού. Ωστόσο, ένα βασικό στοιχείο στη ρίζα της λανθασμένης αυτής προσέγγισης είναι το γεγονός ότι καθώς η Πολιτική (Κράτος) παρεμβαίνει στις οικονομικές δραστηριότητες πάντα με κάποια μορφή «δήμευσης» κεφαλαίου (φόροι, εισφορές, δασμοί κλπ.) οποιαδήποτε προσπάθεια κεντρικού ελέγχου της οικονομίας οδηγεί αναπόφευκτα σε ανάλογο βαθμό περιορισμού της κατανάλωσης (ζήτησης) και επενδύσεων (παραγωγής) με συνέπεια τον ολοένα αυξανόμενο περιορισμό της παραγωγικότητας.
Η ανάλυση αυτή επομένως υποστηρίζει το δεύτερο σενάριο κατά το οποίο η Οικονομία ορίζει τις βασικές, κύριες και ανεξάρτητες από εξωτερικές επιρροές αρχές πάνω στις οποίες πρέπει να διαμορφώνεται η Πολιτική μιας κυβέρνησης ώστε να οδηγηθούμε στους επιθυμητούς στόχους. Το σενάριο αυτό δεν προϋποθέτει ότι οι στρατηγικοί στόχοι και οι επιδιώξεις της Πολιτικής και κατ'' επέκταση της κοινωνίας, πρέπει να περιοριστούν ή να τροποποιηθούν. Αντίθετα, οι στόχοι αυτοί μπορεί να επεκταθούν και να διευρυνθούν όσο το οικονομικό επίπεδο της χώρας ανεβαίνει: είναι γνωστό για παράδειγμα ότι οι στόχοι και τα αποτελέσματα της κοινωνικής πολιτικής είναι σταθερά διαχρονικά υψηλότερα σε χώρες με υψηλή παραγωγικότητα της ελεύθερης Οικονομίας. Ωστόσο, για να λειτουργήσει αυτό το σενάριο θα πρέπει απαραίτητα οι τακτικές κινήσεις της εκάστοτε πολιτικής, δηλαδή τα πολιτικά βήματα που οδηγούν στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων, να «φιλτραριστούν» υπό το πρίσμα των αρχών της Οικονομίας και να υποστούν επαρκή επεξεργασία ώστε να είναι συμβατά με τις βασικές αρχές της Οικονομίας ανεξάρτητα από τους επιμέρους τελικούς στόχους. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η ανάλυση αυτή σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε ''απαξίωση'' της Πολιτικής ούτε σε υποβάθμιση του σημαντικού ρόλου της στην κοινωνία των πολιτών. Δεν πρέπει επίσης να συμπεράνουμε ότι η Πολιτική πρέπει να διαμορφώνεται από μειοψηφίες με αυξημένη επιρροή και συμφέροντα στην Οικονομία. Ωστόσο, το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι οι κύριοι άξονες της διαμόρφωσης της εκάστοτε πολιτικής θα πρέπει να είναι στις λεπτομέρειες αλλά και στο σύνολο τους συμβατοί με τους νόμους της ελεύθερης Οικονομίας και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αντιβαίνουν τους νόμους αυτούς.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε αντίθεση με αρκετούς από τους επόμενους Πρωθυπουργούς της χώρας μας, αποτελεί παράδειγμα πολιτικού που κατά την άσκηση της κυβερνητικής του Πολιτικής έδειξε σαφή επαφή με τους πραγματικούς νόμους της Οικονομίας καθώς συνειδητά απέφυγε πολιτικές που θα ήταν πιο δημοφιλείς αλλά σε αντίθεση με τους νόμους αυτούς.
Πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις και μικροπολιτικές σκοπιμότητες μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι ο δρόμος για την επίτευξη των γενικών στρατηγικών στόχων της Πολιτικής, ανάλογα με τις επιταγές της κοινωνίας που υπηρετεί, περνά μόνο μέσα από πολιτικές που είναι στη βάση τους συμβατές με τους νόμους της Οικονομίας. Το ιστορικό προηγούμενο έχει δείξει στις περιπτώσεις όπου τα κράτη έχουν ακολουθήσει την πιο πάνω προσέγγιση έχουν ανταμειφθεί με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης όσο και με γενικότερη άνοδο του πλούτου και του βιοτικού επιπέδου ολόκληρης της κοινωνίας τους.
*Ο Γιάννης Καρνέζης είναι χειρουργός Ορθοπεδικός με εξειδίκευση στη χειρουργική της σπονδυλικής στήλης στο νοσοκομείο ''Υγεία'' Αθηνών καθώς και ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος της βρετανικής startup εταιρίας ιατρικής τεχνολογίας Concept Spine Ltd. Έχει εργαστεί στην Μεγάλη Βρετανία από το 1994 έως το 2004 ως ειδικός Χειρουργός στο νοσοκομείο Nuffield Orthopaedic.