Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ζούμε στη χώρα όπου ο εξτρεμισμός θεωρείται μία από τις προαιώνιες αρετές του γένους. Βρίσκεται τόσο ψηλά στον αξιακό μας κώδικα, που κανείς δεν τόλμησε ποτέ να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά μαζί του.
Τα παιδιά διδάσκονται μονοσήμαντα, στα σχολεία διάφορα είδη «επαναστατικότητας» εναντίον κάποιου διαχρονικού εσωτερικού εχθρού. Ξεκινώντας από τους πασάδες του παλιού οθωμανικού κράτους, περνώντας από τους κληρονόμους «δωσίλογων» της κατοχής και καταλήγοντας στους δικτάτορες της Επταετίας.
Αυτή η κουλτούρα του προαιώνιου μίσους, που εξαπλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου, έχει μία πολύ βαθιά παθογόνα αιτία: το τεράστιο κενό που προκύπτει από την συνειδησιακή διάσταση, μεταξύ θεωρίας και πράξης. Πολλά παραμύθια για το παρελθόν που προκαλούν κρίσεις μεγαλείου, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Πολλές υποσχέσεις προσωπικού μεγαλοϊδεατισμού που εκτρέφει και υποθάλπει ο πελατειασμός – π.χ η βεβαιότητα ότι όλοι μπορούν να σπουδάσουν πυρηνικοί φυσικοί… Τέλος, η έντεχνη συντήρηση των αντιπαραθέσεων στην κοινωνία, από το πολιτικό σύστημα, που εκβιάζει τον διχασμό για να διατηρήσει πάση θυσία, την πόλωση.
Τι θα είχε συμβεί όμως αν η χθεσινή τρομοκρατική επίθεση είχε πετύχει το στόχο της και ο πρώην πρωθυπουργός έχανε τη ζωή του; Τι θα είχε πετύχει ο εξτρεμισμός υπέρ της δίκαιης κοινωνίας που φαντασιώνεται αλλά ποτέ δεν την πετυχαίνει; Καμία απολύτως πολιτική εξέλιξη δεν θα είχε συμβεί, καμία οικονομική αλλαγή, τίποτα δεν θα μεταβαλλόταν στο περίφημο αντιλαϊκό μένος της εξουσίας.
Το μόνο που θα συνέβαινε με τον θάνατο του Λουκά Παπαδήμου θα ήταν η ακόμα μεγαλύτερη αποκάλυψη κάθε ζωώδους και πρωτόγονου ενστίκτου μισαλλόδοξων συμπολιτών μας. Κάτι σαν τις συνήθειες τερατόμορφων εγκληματιών σε βάρβαρες κοινωνίες, που χορεύουν πάνω από το πτώμα του εχθρού τους.
Ποιος συντηρεί αυτή τη βαρβαρότητα; Χωρίς αμφιβολία, οι δύο πιο δηλητηριώδεις ιδεολογικές ρίζες του έθνους: Η Αριστερά και η θρησκεία. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας, μόνο η Αριστερά. Αλλά η θρησκεία συμπορεύεται ως ηθικός αυτουργός, στα αρχικά στάδια του σχηματισμού της μισαλλόδοξης συνείδησης. Τη βία τη συντηρούν πάντα αυτοί που διαθέτουν τη μία και μοναδική αλήθεια και είναι εντελώς βέβαιοι για την αναγκαιότητα της επιβολής της.
Είμαστε ένας λαός που έχουμε πρόχειρες καμιά δεκαριά κατάρες, που βιώνουμε με πάθος την εκδίκηση, που είμαστε σίγουροι για την συνομωσία που κάποιοι ετοιμάζουν, πίσω από την πλάτη μας. Είμαστε στην πραγματικότητα, ένας «πρωτόγονος» λαός που αναμοχλεύουμε συνεχώς παλιά ένστικτα αυτοκαταστροφής για να διασκεδάσουμε την πλήξη μας…
Είμαστε συνειδητά «σκατόψυχοι» ή απλώς, επικίνδυνα ηλίθιοι; Όπως και να ΄χει, το ότι επιβραβεύουμε ως κοινωνία, κόμματα που απεχθάνονται την αστική δημοκρατία σε ποσοστό που πλησιάζει το 40% , εξηγεί πολλά από τα δεινά μας.
Αλλά μάλλον, ο Νίτσε δίνει την πιο καλή εξήγηση: Στη «Γέννηση της Τραγωδίας», γράφει «Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων…»
Αυτό χρησιμοποιούν πολλοί, στην Ελλάδα, για να δαιμονοποιήσουν τους ξένους. Πόσο τραγικοί είναι! Ο Νίτσε, εννοούσε περισσότερο από όλους, τους σημερινούς «Έλληνες». Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα κόμπλεξ και ανεπάρκειας απέναντι στους προγόνους τους…