Του Βασίλη Καπετανγιάννη*
Τους φανερούς εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας τους γνωρίζουμε. Στο ένα άκρο του πολιτικού φάσματος τα ακροδεξιά κόμματα και ομάδες ποικίλης απόχρωσης. Δεν κρύβουν την απέχθειά τους απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Λατρεύουν τη βία. Στη δική μας κεντρική πολιτική σκηνή έχουμε τη Χρυσή Αυγή.
Στο άλλο άκρο η πανσπερμία διαφόρων οργανώσεων της αντικοινοβουλευτικής Αριστεράς (κατ' ευφημισμόν αποκαλείται εξωκοινοβουλευτική ή και αντιεξουσιαστική, απλώς θέλει τη δική της εξουσία). Μισούν βαθύτατα το «σάπιο» αστικό σύστημα και τους θεσμούς του. Επιδιώκουν την ανατροπή του και ομνύουν στην επαναστατική βία ως «μαμή της Ιστορίας», ανεξάρτητα αν αυτή είναι συνήθως εμβρυουλκός τερατογόνων καθεστώτων.
Στη Μεταπολίτευση η πολιτική βία εκδηλώθηκε και με τρομοκρατικές μορφές. Οι τρομοκράτες, ως αυτόκλητοι «λαϊκοί τιμωροί», έχαιραν μάλιστα και κρυφού θαυμασμού μεταξύ κύκλων αριστερών διανοουμένων και απλών πολιτών. Το φαινόμενο δεν έχει ακόμη πλήρως εξαλειφθεί.
Μια άλλη ξεχωριστή περίπτωση είναι το καθ' ημάς ΚΚΕ, που πρόσφατα γιόρτασε τα 100ά γενέθλιά του. Για την ιστορική του διαδρομή και τη σημερινή του πολιτική έχουν άπειρα γραφεί. Γεγονός είναι ότι η επαγγελία του χαμένου σοβιετικού παραδείσου παραμένει σταθερό όραμα. Οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας («δικτατορία» της αστικής τάξης) δεν το ενδιαφέρουν παρά μόνο από άποψη πλαισίου δυνατοτήτων για την ανάπτυξη διαφόρων «μορφών πάλης», με στόχο τη «σοσιαλιστική εξουσία» (δικτατορία του προλεταριάτου) ως πρώτη κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
Βέβαια, «αντισυστημικά» κόμματα που καταφέρνουν να εκπροσωπούνται στη Βουλή και τους άλλους θεσμούς μέσω ελεύθερων εκλογών δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επιδοτούνται από το «σύστημα» και να απολαμβάνουν όλων των προνομίων του.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλες οι διάφορες Αριστερές του 20ού αιώνα και μετά, συμπεριλαμβανομένων και των ανανεωτικών εκδοχών, εκτράφηκαν και προέκυψαν από κομμουνιστική μήτρα. Φέρουν τα ανεξίτηλα ίχνη της προέλευσής τους - θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά, κουλτούρας. Η αποδοχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού είχε ορισμένους αστερίσκους.
Παρέμεινε έτσι μια αρκετά εκτεταμένη «γκρίζα ζώνη» εμφανούς αμφισημίας και αμφιθυμίας απέναντι στην πολιτική βία, τις αξίες, τους κανόνες και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με εμφανή επικίνδυνη κλίση αν κρίνουμε από την πολιτική πράξη και συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση. Δεν πρόκειται για λενινιστικές «παιδικές ασθένειες». Πρόκειται για χρόνια νόσο. Μας το υπέμνησαν εντονότατα οι πρόσφατες κυνικές και απροσχημάτιστες δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη σχετικά με την πολιτική επιλογή της διαβόητης «κωλοτούμπας» έναντι του χάους και της αναγκαίας προσφυγής σε αντιδημοκρατικά μέτρα κατά το μοιραίο Α' εξάμηνο του 2015.
Η στάθμιση των αποφάσεών τους δεν φαίνεται να είχε καμιά σχέση με τον σεβασμό των θεσμών του πολιτεύματος. Οι επιλογές έγιναν καθαρά από την άποψη κομματικού και προσωπικού κόστους-οφέλους. Απεφεύχθη μεν η εφάπαξ «μεγάλη ρήξη», παρέμειναν όμως οι μικρές… που βλέπουμε πού οδηγούν.
Η αχίλλειος πτέρνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι αν προδώσει τις αρχές της παύει να είναι φιλελεύθερη. Γίνεται ανελεύθερη και σταδιακά δύσκολα παραμένει και δημοκρατία. Το γνωρίζουν άριστα οι εχθροί της. Προκαλούν συνεχώς ανενόχλητοι τα όριά της. Την εγκαλούν για παραβίαση των αρχών της αυτοί που θέλουν να την καταργήσουν, για να δείξουν τη δήθεν «υποκρισία» της, άρα την ανάγκη ανατροπής της.
Δυστυχώς, από τη φύση της ως πολιτική οργάνωση της κοινωνίας διέπεται από τέτοιες αρχές που παρέχουν τη δυνατότητα σε δημαγωγούς και λαϊκιστές κάθε απόχρωσης να τη διαβρώσουν και να την καταστρέψουν εκ των ένδον.
Και απ' αυτή την άποψη μπορεί, πράγματι, η ίδια να δώσει το σχοινί για να την κρεμάσουν. Ωστόσο, είναι καιρός πλέον από την άμυνα να περάσει στην αντεπίθεση.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 12ης Δεκεμβρίου
* O Βασίλης Καπετανγιάννης είναι πολιτικός επιστήμονας