Έχει δίκιο το ΔΝΤ;

Έχει δίκιο το ΔΝΤ;

Του Δημήτρη Σκάλκου*

Η κυβέρνηση βρίσκεται στο μέσο μιας επικίνδυνης διελκυστίνδας ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ γύρω από το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Το πρόσφατο επίμαχο άρθρο δύο εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του επαναλαμβάνει (περισσότερο άκομψα αλλά και) χωρίς καμία δυνατότητα παρερμηνείας, την πάγια θέση του διεθνούς οργανισμού για το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (βλ. Δήλωση Συμπερασμάτων της αποστολής του ΔΝΤ του άρθρο IV για το 2016).

Είναι εμφανές ότι, το ΔΝΤ δεν επιθυμεί να συνδεθεί με ένα πρόγραμμα που θα αποτύχει πλήττοντας την αξιοπιστία του Ταμείου. Η αναμενόμενη έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα είναι ενδεικτική των οριστικών αποφάσεων του. Έως τότε, είναι χρήσιμο να σταθούμε σε τρεις βασικές παρατηρήσεις:

Πρώτον, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, πέρα από ένα όριο, λειτουργεί αντι-αναπτυξιακά υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και τον στόχο της απομείωσης του δημόσιου χρέους. Η σημαντική αστοχία στον υπολογισμό των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών» (δηλ. της επίδρασης της μείωσης του ελλείμματος στο ΑΕΠ) στα προηγούμενα δύο προγράμματα (Μνημόνια Ι και ΙΙ) προφανώς υπήρξε διδακτική.

Δεύτερον, το ΔΝΤ αναδεικνύει το αυξημένο κοινωνικό κόστος της ακολουθούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής από την υποβάθμιση των δημόσιων αγαθών (υγεία, μεταφορές), τονίζοντας πως «αυτές οι περικοπές έχουν ήδη πάει πολύ μακριά». Επισημαίνει μάλιστα ότι  τα πλεονάσματα δεν αποτελούν οικονομικό αυτοσκοπό και μια στοχευμένη αύξηση των δαπανών (και αλλού μείωσης της φορολογίας) μπορεί να ενισχύσει τον στόχο της ανάπτυξης.

Τρίτον, οι συντάκτες του σημειώματος θέτουν ζητήματα πολιτικής οικονομίας των μεταρρυθμίσεων συναρτώντας την αποδοχή τους με το θεσμικό και κοινωνικό περιβάλλον, κάτι που το εγχώριο πολιτικό μας σύστημα επιλέγει συνειδητά να υποβαθμίζει. Πχ. συνδέοντας τις αντιστάσεις στην μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας με την ανυπαρξία ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Δυστυχώς, η Ευρωζώνη, αιχμάλωτη των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών της, αδυνατεί να αρθρώσει ένα συνεκτικό πολιτικό λόγο που θα απαντά στα προβλήματα των υπερχρεωμένων κρατών-μελών της. Αντίθετα το ΔΝΤ εμφανίζεται περισσότερο ευέλικτο και «πολιτικό», κάθε άλλο παρά ως δούρειος ίππος του νεοφιλελευθερισμού σύμφωνα με τη ρηχή κριτική που του απευθύνεται στη χώρα μας. Θέτει ορθά ζητήματα τα οποία εξορκίζουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας, κύρια παρακάμπτοντας το γεγονός πως η (αναγκαία) μείωση του χρέους επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα με ήπια και βαθμιαία προσαρμογή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα σε 121 περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής που καταγράφηκαν την περίοδο 1974-2013, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων μεγαλύτερη του 4% σε διάρκεια δέκα ετών κατέστη εφικτή μόνο σε 5 από αυτές (Barry Eichengreen and Ugo Panizza, «Can large primary surpluses solve Europe's debt problem?», Vox, 30.7.2014).

Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος παρά να επισημάνει μία λογική ανακολουθία στο κείμενο των Όμπστφελντ και  Τόμσεν καθώς συναρτά την τελική συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα (με πλεονάσματα 3,5%) με πρόσθετα εμπροσθοβαρή και δεσμευτικά δημοσιονομικά μέτρα (όριο αφορολόγητου, μείωση συνταξιοδοτικής δαπάνης), οι υφεσιακές επιπτώσεις των οποίων αναπόφευκτα θα εμποδίσουν την ανάκαμψη της οικονομίας όπως και οι ίδιοι αναγνωρίζουν.

Σε αυτό το δυσμενές πολιτικό περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αναγνωρίσει τα περιορισμένα περιθώρια (εξωτερικών) ελιγμών της. Οι επικοινωνιακές πομφόλυγες κατά των Θεσμών και ο κοντόθωρος ορίζοντας των μικροπολιτικών υπολογισμών, οδηγούν σε αναπόφευκτο καταστροφικό αδιέξοδο. Αναζητείται μία συνεπής στρατηγική για την ανάταξη της χώρας, πυλώνες της οποίας πρέπει να είναι η κυβερνητική αξιοπιστία και η πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού και φιλόδοξου εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Δεν μπορούμε να αφεθούμε μοιρολατρικά στα χέρια άλλων.

 

* Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων» (εκδόσεις Επίκεντρο).