Ο οπαδός του Κυριάκου το λέει ευθαρσώς. «Η κυβέρνηση τα πήγε πολύ καλά με τον κορονοϊό». Δεν ντρέπεται να το πει στην παρέα ή σε τυχαία συζήτηση. Μπορεί στις οικονομικές ενισχύσεις να έχει τις αντιρρήσεις του, ειδικά εκεί που πλήττεται ο ίδιος και θα ‘θελε παραπάνω, αλλά σε γενικές γραμμές ομολογεί την στήριξη του. Αυτός που κρύβει λόγια είναι ο οπαδός του Σύριζα. Εδώ φαίνεται η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου.
Τι εννοώ με το «ο Συριζαίος κρύβει λόγια». Όχι, δεν έχει βουλώσει το στόμα του, όπως συνέβαινε τον πρώτο μήνα της πανδημίας, τότε που όλοι μας είχαμε μείνει άναυδοι απ’ αυτό που μας συνέβαινε. Μετά από τρεις κοντά μήνες, ο πραγματικός Συριζαίος έχει βρει πλέον τα αντιπολιτευτικά του πατήματα. Μπήκε στα sites που γράφουν τα δικά του, περιόδευσε στα social, ψάρεψε σκόρπια επιχειρήματα, έφτιαξε τέλος πάντων ένα πακέτο αντιρρήσεων πάνω στην κυβερνητική πολιτική αυτού του τριμήνου.
Τον ακούς λοιπόν να λέει για τα vouchers, να πετάει ένα «ας μην υπερβάλουμε για την επιτυχία μας, ούτε η Βουλγαρία είχε κρούσματα», να διαφωνεί ριζικά με το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων, να τσαντίζεται με το ηλεκτρονικό μάθημα και φυσικά να λέει πως τα χρήματα που έδωσε η κυβέρνηση δεν φτάνουν. Πετάει και δυο τρία κουτσομπολιά που είναι στο όριο ανάμεσα στους κανονικούς και στους ψεκασμένους –ίσα για να ροκανίσει λίγο παραπάνω την κυβέρνηση χωρίς ο ίδιος να πολυεκτεθεί και γενικώς τις λέει τις κουβεντούλες του κατά περίπτωση.
Στις σκόρπιες αυτές κουβέντες περιλαμβάνεται απαξάπαντως μια μεγαλειώδης δόση καταστροφολογίας για το άμεσο μέλλον της οικονομίας και μια εξίσου μεγάλη δόση απαξίωσης και επίθεσης στα μέσα ενημέρωσης. Αν βάλετε κάτω όλη την βεντάλια των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν, θα βρείτε ολάκερη την αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία του Αλέξη Τσίπρα και του Σύριζα ως κόμμα. Δεν είναι παράλογο, πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του κόμματος που στην αρχή της πανδημίας έπαθε την πλάκα του και τώρα συνέρχεται σιγά-σιγά.
Όλα τα λένε λοιπόν, εκτός από ένα: Ότι είναι με τον Σύριζα. Ακόμα δεν το τολμούν. Θα καγχάσουν ένα κυβερνητικό μέτρο εδώ, θα μουρμουρίσουν για μια ρύθμιση εκεί, θα πουν την κακία τους για τον τάδε ή τον δείνα κυβερνητικό, θα στραβομουτσουνιάσουν για τον Κυριάκο, αλλά αν βρουν απέναντι τους συνομιλητή αποφασισμένο να τους αντιπαρατεθεί, κάνουν τα κορόιδα. Ούτε θα πουν ανοικτά ότι ο Τσίπρας είναι καλύτερος απ’ τον Μητσοτάκη, ούτε ότι ο Πολάκης θα τα πήγαινε καλύτερα απ’ τον Κικίλια, ούτε θα πλέξουν το εγκώμιο του Τσακαλώτου απέναντι στον Σταϊκούρα.
Δεν το αποφεύγουν τυχαία. Ξέρουν ότι η κοινή γνώμη συνεχίζει να έχει κάκιστη γνώμη για το κόμμα τους και τα στελέχη τους και ότι κάθε σύγκριση των παλιών με τους σημερινούς δεν θα τους βγει σε καλό. Οπότε επιδίδονται σε πόλεμο δολιοφθοράς, σ’ έναν απελπισμένο ανταρτοπόλεμο μέχρι να ξανάρθει εκείνη η μακρινή ώρα που θα μπορέσουν να ξανασυγκρουστούν κατά μέτωπο, με το στράτευμα τους συγκροτημένο και τα λάβαρα τους υψωμένα και φανερά. Τώρα παριστάνουν τους αορίστως δυσαρεστημένους, τους γενικώς ανησυχούντες, τους απολιτίκ μισο-οργισμένους.
Βεβαίως, όταν ο σκληρός πυρήνας ενός κόμματος είναι σ’ αυτή την κατάσταση, δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να προσελκύσει καινούριους οπαδούς. Ο ανταρτοπόλεμος είναι χρήσιμος μόνο για την υπόμνηση της παρουσίας αυτών που τον διεξάγουν, αλλά ανίκανος να κερδίσει πολέμους. Όταν θα ξανακούσετε σε μεγάλη παρέα κάποιον να φωνάζει δίχως δισταγμό «ναι, ο Αλέξης είναι καλύτερος απ’ τον Κυριάκο», τότε θα έχουν κάνει κάποια βήματα μπροστά. Όσο θα τους ακούτε να λένε «εγώ διαμαρτύρομαι ως απλός πολίτης, εγώ δεν είμαι με κανέναν», θα πελαγοδρομούν εκεί γύρω στο 20% δίχως ελπίδα για την πολυπόθητη εξουσία.