Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Είναι παγκόσμια τακτική, των δημοκρατικών τουλάχιστον χωρών, η αποδέσμευση και ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε απόρρητα έγγραφα υπουργείων και κυβερνητικών υπηρεσιών μετά από παρέλευση ικανού χρόνου. Ο όγκος και ο τρόπος που αυτά τα ιστορικά πλέον ντοκουμέντα είναι προσβάσιμα αποτελεί συνήθως και ένδειξη της οργάνωσης του κάθε κράτους ίσως και του σεβασμού έναντι των πολιτών του.
Η ανάγνωση αυτών των εγγράφων σίγουρα δεν διαφωτίζει πλήρως την ιστορική αλήθεια για ένα πλήθος λόγων που έχουν σχέση με τα κρατικά συμφέροντα, τις ατομικές επιδιώξεις των πρωταγωνιστών αλλά ακόμη και αντικειμενικές δυσκολίες διευκρινήσεις των γεγονότων και συνθηκών της αναφερόμενης περιόδου. Σίγουρα όμως αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά βοηθήματα της ιστορικής έρευνας και κυρίως απεικονίζουν αρκετά αξιόπιστα τις επικρατούσες τάσεις και απόψεις της εποχής τους.
Ανατρέχοντας για μια προσωπική μου έρευνα στα ελεύθερα προσβάσιμα και άρτια ομαδοποιημένα ψηφιοποιημένα αρχεία του αμερικανικού αρχείου εξωτερικών της περιόδου 1948-1950 στο διαδίκτυο, διαπίστωσα για άλλη μια φόρα, τη διαχρονικότητα της ελληνικής φυλής αλλά και των προβλημάτων (κακοδαιμονίας) που μας κατατρέχουν τους τελευταίους δύο αιώνες (τουλάχιστον). Οι αναφορές των αμερικανών επικεφαλείς των διάφορων υπηρεσιών που συντόνιζαν και επέβλεπαν τις πιστώσεις της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1940, έχουν μια ανατριχιαστική ομοιότητα με τις σημερινές επισημάνσεις των «θεσμών-τρόικας». Σίγουρα οι «υπάλληλοι» εκείνοι είχαν αποκτήσει απαράδεκτες αρμοδιότητες τοποτηρητών όπως και οι σημερινοί ανάλογοι τους, αλλά αυτό είναι το αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της κάθε είδους εξάρτησης από εξωτερικούς παράγοντες. Το γεγονός αυτό όμως δεν μειώνει την στο ελάχιστο την αξία, ορθότητα και διαχρονικότητα των περισσοτέρων από τις διαπιστώσεις τους.
Αντίστοιχη ανατριχιαστική ομοιότητα και οι αναφορές της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα σχετικά με τον ελληνικό πολιτικό κατεστημένο και τις ελίτ της εποχής εκείνης με τις επισημάνσεις των σημερινών επιτετραμμένων στην Αθήνα. Φυσικά, οι αναφορές της εποχής εκείνης, όπως και των συγχρόνων προσώπων και «θεσμών», καταρτίζονται και με γνώμονα την εξυπηρέτηση εθνικών, εταιρικών αλλά και ατομικών συμφερόντων και ενίοτε περιέχουν λάθη (σκόπιμα ή μη) και ανακρίβειες. Οποιοδήποτε όμως αντικειμενικός αναγνώστης δύναται να διακρίνει τις απογοητευτικές ομοιότητες.
Ένα κράτος (στα τέλη της δεκαετίας του 1940) στο χείλος της κατάρρευσης μετά από μια εφιαλτική δεκαετία πολέμων, εμφυλίων συγκρούσεων και τριπλής κατοχής, εκλιπαρεί για την παροχή οικονομικής και όχι μόνο, βοήθειας για την επιβίωση του. Αντικειμενικές δυσκολίες και παγκόσμιες αναταράξεις ευθύνονταν κατά μεγάλο μέρος για την κατάσταση. Αλλά για άλλη μια φορά, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας στέκονταν ανίκανος να αναλάβει τις ευθύνες του και να παραγκωνίσει τους κομματικούς ανταγωνισμούς και προσωπικές φιλοδοξίες. Τα έγγραφα των Αμερικανών αναφέρονται στην ύπαρξη ενός διεφθαρμένου και διαπλεκόμενου κομματικού συστήματος που απέτρεπε την ορθή εκμετάλλευση των κονδυλίων της βοήθειας και τα κατεύθυνε σε «ημέτερους» αποφεύγοντας τη λήψη των αναγκαίων διαθρωτικών μέτρων. Πολιτικά πρόσωπα εξαντλούσαν τη ζωτικότητα και μηχανορραφίες τους στην προσπάθεια εκμετάλλευσης ψήφων, μοίρασμα θέσεων και εξουσιών και μικροκομματικές διευκολύνσεις προς μια αχόρταγη εκλογική πελατεία. Ένας κρατικός μηχανισμός απόλυτα γραφειοκρατικός και ελεγχόμενος από τα κόμματα αδυνατούσε να υπηρετήσει τους πολίτες. Γίνεται λόγος για Έλληνα πρωθυπουργό που μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον παντελώς απροετοίμαστος, αδυνατώντας να παρέξει στοιχεία στους συνομιλητές του και ενδιαφερόμενος κυρίως για την αποκόμιση εκλογικών κερδών μέσω της προβολής του. Τελικά όλες οι αναφορές καταλήγουν με την κουραστική διαχρονική επανάληψη συμβουλών, προτάσεων και παραινέσεων λήψεως αποφασιστικών μέτρων. Ορισμένα εξ αυτών υλοποιούνται όταν τεθεί το εκβιαστικό και απαράδεκτο δίλημμα της εφαρμογής τους ή διακοπής της βοήθειας. Όμως το πολιτικό σύστημα δείχνει μια τρομερή ευελιξία και συστράτευση στην αποφυγή εφαρμογής ακόμη και των συμφωνηθέντων (έστω και εκβιαστικά) με τους πιστωτές.
Ριζοσπαστικές αυτονόητες προτάσεις επαναλαμβάνονται σε ώτα κουφών τα τελευταία 70 χρόνια Απαραίτητη η σταθεροποίηση του ελληνικού χρέους με περιορισμό των κυβερνητικών δαπανών. Ύπαρξη «οροφής» στον προϋπολογισμό του κάθε υπουργείου και αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των ελεγχομένων από το κράτος επιχειρήσεων και οργανισμών. Υιοθέτηση ενός απλού, δίκαιου και ανταποδοτικού φορολογικού συστήματος με καθολική συμμετοχή και σταθερότητα. Συγκρότηση ικανού φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Ανάγκη καταπολέμησης του γραφειοκρατικού μηχανισμού και αποκέντρωση πρωτοβουλιών και ενεργειών σε περιφερειακές υπηρεσίες εκτός πρωτευούσης. Περιορισμός αριθμού των δημοσιών υπαλλήλων και κυρίως ορθή κατανομή στις διάφορες υπηρεσίες. Τόνωση της επιχειρηματικότητας με συνδυασμό μέτρων. Πλην όμως του πολιτικού κόσμου, οι εκθέσεις κατακεραυνώνουν τις ελληνικές μεγαλοεπιχειρηματικές ελίτ (οικογένειες), απόλυτα διαπλεκόμενες με το πολιτικό σύστημα, που κατά κόρον αποφεύγουν την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων.
Είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω ότι οι παραπάνω επισημάνσεις, προτροπές, ακόμη και εντολές δεν προέρχονταν από ανθρώπους της τρόικας, του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή του Σόιμπλε. Προέρχονται από αναφορές των αμερικανικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα του 1950. Ενδεχομένως ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι από την εποχή εκείνη οι ξένες δυνάμεις και προστάτες μας είχαν εκπονήσει ένα «σατανικό» σχέδιο καθυπόταξης της χώρας και ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων και του υπερήφανου λαού της. Δυστυχώς, σε μένα τουλάχιστον, η διαχρονικότητα των παρατηρήσεων, η προέλευση τους εκ πολλαπλών πηγών με προβληματίζει και γεννά το ερώτημα εάν υπάρχει τελικά ελπίδα σωτηρίας. Ίσως το μέγιστο των προβλημάτων δεν έγκειται στις ανεπαρκείς ηγεσίες που μας καθοδηγούν αλλά κυρίως στη συνολική αδυναμία μας, ως έθνος και κοινωνία, να καταδικάσουμε και απαξιώσουμε όλες αυτές τις παραπλήσιες αναχρονιστικές μεθόδους και συμπεριφορές του πολιτικού κόσμου.
Για να είμαστε όμως και δίκαιοι πρέπει να επισημάνουμε ότι έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, η παντελώς κατεστραμμένη Ελλάδα του 1950 κατόρθωσε να αποκτήσει μια αξιοζήλευτη θέση -ενδεχομένως εύθραυστη- από πλευράς συνθηκών διαβίωσης αλλά και ατομικού εισοδήματος. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τις εγγενείς ικανότητες του ελληνισμού, τις προοπτικές ανάκαμψης αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μας προβληματίζει για την έντονη διακύμανση μεταξύ της συλλογικής προς την επιτυχία εκτόξευσης και της πλήρους κατακρήμνισης.
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών του ΕΛΙΣΜΕ.