Επί 45 χρόνια, όλο το πολιτικό σύστημα της πατρίδας μας αναγνωρίζει πως η μόνη διαφορά μας με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα. Το επανέλαβε προχθές και ο Α. Τσίπρας.
Η Τουρκία όμως -ως γνωστόν- θέτει και μια σειρά άλλα ζητήματα. Την αποστρατιωτικοποίηση συγκεκριμένων νησιών του Αιγαίου, την κυριότητα μιας σειράς μικρών νησιών και βραχονησίδων, τα μίλια του εθνικού εναερίου χώρου της Ελλάδας και εμμέσως το καθεστώς στην Δ. Θράκη.
Συνεπώς, όταν λέμε πως θα κάνουμε διάλογο με τους γείτονες θα πρέπει να ορίσουμε και την βάση των συζητήσεων, καθώς την δική μας ατζέντα με την τουρκική την χωρίζει χαώδης διαφορά.
Υπάρχουν στην Ελλάδα πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, διπλωμάτες, πολιτικοί, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που υποστηρίζουν πως θα πρέπει να συζητήσουμε με την Τουρκία πάνω σε όλα τα θέματα. Το επιχείρημα τους είναι πως, αφού εμείς έχουμε το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος μας, τι έχουμε να φοβηθούμε; Ας κουβεντιάσουμε.
Τους διαφεύγει το γεγονός πως η Τουρκία γνωρίζει πως ουδεμία Ελληνική κυβέρνηση θα εκχωρήσει εθνική κυριαρχία. Αυτό που επιδιώκει είναι να καταγραφούν οι απαιτήσεις της στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών με την δική μας την υπογραφή.
Και αυτό θα γίνει αν συμμετάσχουμε, όπως καλοπροαίρετα κάποιοι υποστηρίζουν, σε μια εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση.
Είναι κοινός τόπος πλέον πως το τουρκικό πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο σχεδιάζει με βαθύ χρονικό ορίζοντα. Όταν οι ιστορικές συνθήκες το επιτρέψουν τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο τους.
Ας μην λησμονούμε πως περίμεναν σχεδόν είκοσι χρόνια για να εισβάλουν στην Κύπρο. Και ο σχεδιασμός τους επιτεύχθηκε όταν πρώτα η αφροσύνη των Γρίβα-Μακαρίου οδήγησε σε αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο ( Δεκέμβριος 1967) και μετέπειτα όταν η δικτατορία ανέτρεψε τον Μακάριο.
Η Τουρκική ελίτ γνωρίζει πως η ατζέντα της -που είναι σε τελική ανάλυση η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης- θα επιβληθεί μόνον κάτω υπό έκτακτες συνθήκες. Μόνον κάτω υπό συνθήκες που θα εξαναγκάσουν την Ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τις τουρκικές απαιτήσεις.
Αυτό έγινε τον Νοέμβριο του 1967 [1], αυτό έγινε με την εισβολή στην Κύπρο, αυτό έγινε με τα Ίμια το 1996.
Όσοι προτείνουν έναν διάλογο εφ΄όλης της ύλης ας μας πουν πού και πώς θα καταλήξει, στο βαθμό που αφορά μόνον το τι θα δώσουμε. Αν προτείνουν απλώς να κουβεντιάσουμε, πρόκειται για έναν διπλωματικό μπιζιμποντισμό με ολέθρια αποτελέσματα.
Με την δική μας υπογραφή θα αναγνωρίσουμε την τουρκική ατζέντα.
«Και τι θα γίνει; Θα δαπανούμε εσαεί αυτά τα κονδύλια για εξοπλισμούς;» ρωτούν δήθεν αφοπλιστικά.
Ναι, θα τα δαπανούμε, εφ΄όσον έχουμε αυτόν τον γείτονα. Και αν χρειαστεί και περισσότερα.
Η άλλη επιλογή είναι να γίνουμε κράτος περιορισμένης κυριαρχίας. Να ασκούμε τα δικαιώματα μας υπό την προϋπόθεση πως δεν ενοχλείται η Τουρκία.
Αυτό θέλουμε; Πιστεύουν πως μπορεί να υπάρξει Ελληνική κυβέρνηση που θα αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Αιγαίου; Που θα παραχωρήσει μικρά νησιά ή βραχονησίδες που, βάσει των διεθνών συνθηκών, μας ανήκουν;
Δεν είναι το πολιτικό κόστος που καθιστά απαγορευτικές αυτές τις κινήσεις. Είναι η προσβολή προς την Ελληνική Ιστορία.
Διάλογος εφ όλης της ύλης σημαίνει, τι θα δώσουμε τελικά.
[1] Τον Νοέμβριο του 1967 οι Ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στον Τουρκοκυπριακό θύλακα στην Κοφίνου, στην περιοχή της Λάρνακας. Υπήρξαν δεκάδες νεκροί και πολλοί Τουρκοκύπριοι άμαχοι. Απειλήθηκε Ελληνοτουρκική σύρραξη που αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των ΗΠΑ. Η Τουρκία δεν εισέβαλε τότε στην Μεγαλόνησο, αλλά η Ελλάδα απέσυρε την Μεραρχία. Εισέβαλε μετά από επτά χρόνια.