Το δύσκολο μονοπάτι της επανεκκίνησης

Το δύσκολο μονοπάτι της επανεκκίνησης

Οι πανδημίες, κατά κοινή ομολογία, είναι επιταχυντές εξελίξεων και δημιουργούν τεκτονικές αλλαγές στον κόσμο. Είναι ήδη εμφανές πως αυτό ισχύει και σήμερα, καθόσον βιώνουμε, ένα γεγονός που συμβαίνει κάθε εκατό χρόνια.   

Αφορμή για το άρθρο, αποτέλεσε η ανάγνωση του βιβλίου “COVID-19: The Great Reset” των Klaus Schwab & Thierry Malleret. Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε, η συμπυκνωμένη άποψη για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των οικονομικών μεγεθών και πρακτικών, όσον αφορά την ανάπτυξη και την ευμάρεια. Μέχρι τώρα, η συζήτηση γινόταν αποσπασματικά και ακουγόταν περισσότερο σαν ψίθυρος. 

Αρνητική έκπληξη αποτέλεσε η χρήση τσιτάτων και εντελώς παρωχημένων αντιλήψεων  περί νεοφιλελευθερισμού ή για την κώφωση της πολιτικής ελίτ στις προσδοκίες των πολιτών και για εκείνους που μένουν πίσω.  

Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο πρόεδρος του World Economic Forum και ο Διευθύνων του Μηνιαίου Βαρόμετρου, μοιράζονται τις ίδιες απόψεις με τους λαϊκιστές που σαρώνουν τον πλανήτη και υποτίθεται ότι ψέγουν. Ποτέ στο παρελθόν, οι ηγέτες – ιδίως της Ευρώπης – δεν αφουγκράζονταν περισσότερο τους ψηφοφόρους τους, σε σημείο μάλιστα που να επηρεάζουν σε ενοχλητικό βαθμό την πολιτική τους δράση.

Αν οι κορυφαίοι σύμβουλοι πιστεύουν, ότι αυτό που βιώνουμε τα τελευταία 13 χρόνια είναι νεοφιλελευθερισμός, πραγματικά με ξεπερνάει.  Η  ουσιαστική εθνικοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών και παρεμβάσεις των κρατών σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μάλλον με κρατικός παρεμβατισμός μοιάζει. Για την αποτελεσματικότητα και τη αναγκαιότητα όλων αυτών, είναι μια άλλη κουβέντα. 

Ας περάσουμε όμως στα πραγματικά ενδιαφέροντα.  Η εμμονή με την ανάπτυξη, κάτω από τις παρούσες συνθήκες μάλλον πρέπει να επανακαθοριστεί. Η σφοδρότητα της κρίσης είναι τόσο  μεγάλη, που θα περάσουν χρόνια, προτού φτάσουμε στα επίπεδα προ-πανδημίας.  Οι επιπτώσεις, όπως δείχνουν προγενέστερες επιδημίες, μπορεί να είναι ορατές για σαράντα χρόνια. 

Άλλωστε το ΑΕΠ καθαυτό σαν μέγεθος πρέπει να εκσυγχρονιστεί. Η μέτρηση του σήμερα δεν περιλαμβάνει την αξία που δημιουργεί η ψηφιακή οικονομία, ούτε η οικονομική δραστηριότητα που καταστρέφεται εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων. Παράλληλα διαφεύγει των μετρήσεων η αξία που δημιουργεί η μη αμειβόμενη εργασία. 

Δημιουργείται χάσμα ανάμεσα στην εκτιμώμενη και την πραγματική δραστηριότητα. Επιπλέον, μέσες αξίες όπως το  κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μοιάζουν λιγότερο αντιπροσωπευτικά, όταν αγνοούν δείκτες που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής.

Ανοίγει πλέον η κουβέντα για άυλους συντελεστές, όπως η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τη εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού ιστού. Ο μετρητής ευτυχίας μιας χώρας, προϋποθέτει ότι η αύξηση του ΑΕΠ βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, καθώς και την κοινωνική πρόνοια. 

Ο πληθωρισμός σαν μέγεθος, έχει διαβρωθεί στο σύγχρονο οικονομικό γίγνεσθαι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πληθωρισμός είναι υποκειμενικός. Τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα είναι περισσότερο εκτεθειμένα και ευάλωτα. Επομένως ο αριθμός που ανακοινώνεται ετησίως δεν είναι αντιπροσωπευτικός για όλους. Η στέγαση, η ασφάλεια, η περίθαλψη και η εκπαίδευση, αποσπούν από κάποιους μεγαλύτερο κομμάτι από το διαθέσιμο εισόδημα. Συνεπώς χρειαζόμαστε ένα πιο έξυπνο τρόπο μέτρησης όπου να αποτυπώνεται πιο ρεαλιστικά η μεταβολή των τιμών.                            

Η εκτίμηση είναι πως θα παραμείνουμε σε αποπληθωριστικό περιβάλλον για πολύ καιρό, έως ότου οι οικονομίες να κερδίσουν το χαμένο έδαφος. Υπάρχουν δύο μεγέθη που δημιουργούν αποπληθωριστικές πιέσεις. Το δημογραφικό και η τεχνολογική εξέλιξη. Αν προσθέσουμε την οριστική απώλεια θέσεων εργασίας, τότε το αποπληθωριστικό σπιράλ γίνεται καταθλιπτικό. Ας μην ξεχνάμε την βαρύτητα της κρυφής ανεργίας που διαφεύγει των στατιστικών. 

Ωστόσο, οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου έχουν δημιουργήσει οικονομικές ενισχύσεις, που ισοδυναμούν με 8-9 σχέδια Μάρσαλ ταυτόχρονα.  Θα υπάρξει πίεση, προς τις κυβερνήσεις να εξακολουθήσουν να στηρίζουν τις οικονομίες ακόμα και μετά το πέρας της πανδημίας. Κάποιες κυβερνήσεις θα μπουν στον πειρασμό να διατηρήσουν την ίδια κατάσταση, για όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες. Εφόσον η καταναλωτική δαπάνη και οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, θα νοιώθουν ασφαλείς να το κάνουν. 

Κάπου εκεί ξεκινάει να  διαβρώνεται η έννοια του χρήματος. Οι πολίτες δημιουργούν προσδοκίες για το εύκολο χρήμα από το λεφτόδεντρο και οι πολιτικοί με ευχαρίστηση, ικανοποιούν την επιθυμία. Να θυμηθούμε ότι τεράστια ρευστότητα διοχετεύεται σε όλο το σύστημα ασταμάτητα.  Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία κανείς για να διαβλέψει τις συνθήκες όπου πυροδοτείται η βόμβα του πληθωρισμού. 

Η πανδημία ανέδειξε τη δυσανάλογη εκτίμηση που έχουμε ως κοινωνίες, για τους εργαζόμενους της πρώτης γραμμής. Πολλοί από αυτούς εργάζονται με επισφαλείς όρους, αμείβονται ελάχιστα και παραμένουν ανασφάλιστοι. Οι συγγραφείς, πιστεύουν, ότι μέσο-μακροπρόθεσμα αυτή η τάση θα αντιστραφεί, δεδομένου ότι θα υπάρξει ανακατανομή της παγκόσμιας αλυσίδας παραγωγής. Δεν μπορώ να πω ότι συμμερίζομαι την αισιοδοξία τους, τουλάχιστον όσον αφορά τους εργάτες χαμηλής εξειδίκευσης. Εκτιμώ, ωστόσο ότι θα υπάρξει πίεση, ως προς την παροχή ασφάλειας και την κάλυψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. 

Αξίζει να αναφέρουμε επιγραμματικά, κάποια στοιχεία που χρήζουν προσοχής για την επανεκκίνηση της επόμενης μέρας. 

Οφείλουμε να κάνουμε διαχωρισμό ανάμεσα στην αποτελεσματική διαχείριση και την υπο-επένδυση, στις δημόσιες δαπάνες ζωτικής σημασίας, όπως η υγεία.                       

Οι νεότερες γενιές θα χρειαστεί να τηρήσουν την όποια κοινωνική συμφωνία προκύψει μετά το τέλος της πανδημίας. Επιβάλλεται να τους ακούσουμε, καθώς η δική τους συνεισφορά διακυβεύεται.

Σε χώρες όπου οι πληθυσμοί όχι μόνο γερνούν αλλά φθίνουν, καλά θα κάνουμε να κοιτάξουμε προς Ιαπωνία. Μέρος των ηλικιωμένων θα χρειαστεί να επανενταχθεί στο εργατικό δυναμικό με ταυτόχρονη εξασφάλιση υγειονομικής φροντίδας. 

Η πράσινη ενέργεια, η καινοτομία και η κοινωνική οικονομία, θα μπορούσαν κατά τους συγγραφείς να αναπληρώσουν ένα μεγάλο κομμάτι από τις μόνιμα χαμένες θέσεις εργασίας. Αυτό προϋποθέτει όμως τεράστια κρατική συμμετοχή. Η ιδέα του μεγάλου κράτους επανέρχεται ξανά και ξανά. Παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο για να καλύψει το κενό που θα αφήσει η πανδημία. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται να είναι και επιθυμητό ως αντίβαρο στην αχαλίνωτη δύναμη των ελεύθερων αγορών.

Οι συγγραφείς φαίνεται να παραγνωρίζουν πως το μεγάλο κράτος είναι αναποτελεσματικός επιχειρηματίας και νοθεύει τον ανταγωνισμό. Ενώ δημιουργεί συνεχώς υποχρεώσεις για το μέλλον. Για να προστατευτούμε από την απληστία των αγορών, δεν χρειαζόμαστε ένα κράτος πατερούλη, αλλά ένα κράτος που θα κάνει σωστά τη δουλειά του. Να εποπτεύει  και να φροντίζει να λειτουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέπει τον ελεύθερο ανταγωνισμό.