Δύσκολη, αλλά απαραίτητη η δημιουργία πλαισίου για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη

Δύσκολη, αλλά απαραίτητη η δημιουργία πλαισίου για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη

Της Ξένιας Νταβαρίνου*

Το τελευταίο διάστημα καταγράφονται όλο και περισσότερες επιφυλάξεις στην ΕΕ για «οικονομική εισβολή» της Κίνας. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές αντιδράσεις για τις αυξανόμενες κινεζικές επενδύσεις στη Γηραιά Ήπειρο κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία είναι. Παρά τη συμμαχία τους απέναντι στις Η.Π.Α. στο θέμα της κλιματικής αλλαγής κατά τη διάρκεια της 19ης Συνόδου Κορυφής Ε.Ε.-Κίνας,  παλιές διαφορές σε θέματα εμπορίου έκαναν την επανεμφάνιση τους. Επιπλέον, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο νέος Γάλλος πρόεδρος Macron ζήτησε μεγαλύτερο έλεγχο στις κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), ενώ η Γερμανίδα καγκελάριος Merkel δήλωσε ότι σκέφτεται τον προσδιορισμό και την προστασία των «στρατηγικών βιομηχανιών» στην ΕΕ όπως οι νέες τεχνολογίες, εκφράζοντας και τον κίνδυνο υπερβολικής εξάρτησης από κινεζικά κεφάλαια.

Εκ πρώτης όψεως και δεδομένης της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας, οι παραπάνω δηλώσεις ίσως μοιάζουν με προστατευτική στάση εκ μέρους των Ευρωπαίων. Το θέμα όμως της διείσδυσης κινεζικού κεφαλαίου μέσω επενδύσεων σε καίριους τομείς και οι πιθανές οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις τους έχουν αρχίσει να απασχολούν σοβαρά την ΕΕ τουλάχιστον δυο χρόνια τώρα.

Διαφορές στις εμπορικές σχέσεις

Από το 1985 και την πρώτη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας, οι σχέσεις Ευρωπαϊκής  Ένωσης και Κίνας έχουν εξελιχθεί εντυπωσιακά. H εμπορική, πολιτική και οικονομική τους αλληλεξάρτηση είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς πρόκειται για δυο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο.

Παρά την εξέλιξη τους, όμως, οι οικονομικές σχέσεις ΕΕ και Κίνας, ειδικά μετά την προσχώρηση της δεύτερης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), δεν είναι απολύτως αρμονικές, με σημαντικότερα σημεία τριβής τις παραβιάσεις  Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας και το ντάμπινγκ ως πρακτική αθέμιτου ανταγωνισμού από την πλευρά των Κινέζων, εμπόδια που εγείρονται για ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Κίνα δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη το στάτους οικονομίας της αγοράς (market economy status- MES) ούτε από την Ε.Ε. ούτε από τις ΗΠΑ.

Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη

Τα τελευταία χρόνια, οι σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις έχουν αλλάξει δραματικά, με τον όγκο των συναλλαγών να υπολογίζονται σε τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο ευρώ ημερησίως. Οι κινεζικές επενδύσεις προς χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν εκτοξευθεί και από σχεδόν ανύπαρκτες μέχρι τα μέσα των ''00s, το 2016 είχαν φτάσει στα 35 δις ευρώ. Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι οι βασικοί αποδέκτες κινεζικών κεφαλαίων ήταν και παραμένουν οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), η Κίνα έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για διάφορες περιοχές της ηπείρου, από τις σκανδιναβικές χώρες, έως τις Μεσογειακές.

Οι προσεγγίσεις των ευρωπαϊκών κρατών έναντι της Κίνας ποικίλλουν, ως αποτέλεσμα της διαφορετικής δυναμικής τους. Ενώ οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ευρώπης στο σύνολο τους γίνονται όλο και πιο στενές και αυτό αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εθνικές θέσεις τείνουν να είναι διαφορετικές. Ιδιαίτερα ανοιχτές στις κινεζικές επενδύσεις εμφανίζονται 16 χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που συμμετέχουν στην πλατφόρμα 16+1. Αλλά και σε άλλες περιοχές της Γηραιάς Ηπείρου καταγράφεται σημαντική παρουσία κινεζικών επενδυτών. Για παράδειγμα, η Πορτογαλία είναι η πιο ανοιχτή για το κινεζικό κεφάλαιο από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, υποδεχόμενη ένα αξιοσημείωτο ποσό επένδυσης για το μέγεθος της. Με τη σειρά τους, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία είναι μεν πρόθυμες να δεχθούν κινεζικές επενδύσεις, αλλά θα προτιμούσαν να αυξήσουν τις δικές τους επενδύσεις στην Κίνα.

Είναι φανερό ότι, παρά τη στενή συνεργασία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας, δεν υπάρχει μια κοινή και συγκροτημένη προσέγγιση μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις τους με την κινεζική πλευρά. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις σχετικά με τις κινεζικές ΑΞΕ μπορούν να εμποδίσουν τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου και την αποτελεσματικότητα των εμπορικών πολιτικών της Ε.Ε., την στιγμή που η  Κίνα επιδεικνύει μια ιδιαιτέρως επιθετική συμπεριφορά έναντι των ευρωπαϊκών κρατών.

Οι κυριότεροι τομείς στους οποίους καταγράφεται προτίμηση από τις κινεζικές ΑΞΕ είναι: 1) βιομηχανικά μηχανήματα και εξοπλισμός, 2) τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, 3) μεταφορές, 4) ενέργεια. Ωστόσο, το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους τομείς αυτούς έχει πυροδοτήσει συζητήσεις σχετικά με τους  πιθανούς κινδύνους και επιπτώσεις στρατηγικής σημασίας για τις ευρωπαϊκές χώρες. Εκφράζονται πλέον ανοιχτά ανησυχίες για πιθανές αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, όπως και σε επίπεδο ασφάλειας στην περίπτωση που τεχνολογία και τεχνογνωσία χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς από τους Κινέζους. 

Πολιτικές επιπτώσεις των κινεζικών επενδύσεων εντός της ΕΕ

Tο γεγονός ότι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας έχουν περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και να χρειάζονται ΑΞΕ τις κάνει πιο ευάλωτες στην κινεζική πολιτική επιρροή και αυξάνει κατά πολύ τις πιθανότητες για τη δημιουργία προβλημάτων ενότητας στην πολιτική μιας ένωσης που ήδη βιώνει έντονες αναταράξεις. Ένα πρόσφατο παράδειγμα ήταν το ελληνικό veto σε κοινή δήλωση της ΕΕ στα Ηνωμένα Έθνη για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Επομένως, από τη στιγμή που το ευρύτερο κοινοτικό συμφέρον δεν συμπίπτει με την εθνική εξωτερική πολιτική των κρατών-μελών, η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου για την θέση της ΕΕ απέναντι στις κινεζικές επενδύσεις αναμένεται δύσκολη. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια συμφωνία για τις επενδύσεις μεταξύ ΕΕ και Κίνας κρίνεται απαραίτητη, όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και πολιτικούς. Η Κίνα παραμένει στρατηγικός εταίρος της ενωμένης Ευρώπης και πρέπει να εξευρεθεί ένα modus vivendi, παρά τις όποιες διαφορές και δυσκολίες.

*Η κ. Ξένια Νταβαρίνου είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), συντονίστρια της Ομάδας Εργασίας για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα.