Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Ένας εκ των διαδόχων του Άνταμ Σμιθ, ο γνωστός Σκοτσέζος οικονομολόγος Τζον Ράμσεϊ Μακ Κάλοχ έχει διατυπώσει επιγραμματικά την αρχή ότι «όποιος περιμένει να ανακαλύψει άμεμπτο φόρο, ζητεί κάτι το οποίο ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει και ούτε θα υπάρξει».
Από την οικονομική επιστήμη γνωρίζουμε ότι η φορολογία είναι το αναγκαίο κακό για να μπορεί να καλύπτει το κράτος τις δαπάνες του. Η αύξηση των δαπανών του κράτους αναπόφευκτα οδηγεί σε αύξηση των φόρων. Η αύξηση των φόρων είναι επιζήμια για την οικονομία, καθώς μειώνει το διαθέσιμο προς παραγωγή πλούτου εισόδημα. Καθώς μειώνεται το εθνικό εισόδημα προκύπτει νέα ανάγκη αύξησης του ποσοστού της φορολογίας. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα καθ'' όλη την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική οικονομία έπαψε να… αναπνέει και χρειάστηκε τεχνική υποστήριξη από τους εταίρους μας για να μη χρεοκοπήσει επισήμως, καθώς το κράτος τη στραγγάλιζε με όλο και υψηλότερη φορολογία. Στην οικονομική ορολογία το φαινόμενο ονομάζεται «tax indused recession». Υφεση, δηλαδή, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος μέσω των υψηλών φόρων απομυζά το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος που παράγει ο ιδιωτικός τομέας. Ο ιδιωτικός τομέας, όμως, ανεξαρτήτως μεγέθους (ατομική επιχείρηση ή πολυεθνικός γίγαντας) είναι κατ'' εξοχήν αυτός που δημιουργεί ανάπτυξη.
Για τη δυσβάστακτη φορολογία κυρίως ευθύνονται οι ελληνικές κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου. Εξ αυτών, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Τσίπρα ήταν και ιδεολογικά σύμφωνες με τη δυσβάστακτη φορολογία που γονάτισε την οικονομία και προκάλεσε την ύφεση, καθώς η «πελατεία» των πάσης φύσεως αριστερών πολιτευομένων είναι μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες άμεσα εξαρτώμενες από το κράτος. Για τον λόγο αυτό και η φορολογική επιβάρυνση επί των ημερών Παπανδρέου και Τσίπρα αυξήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο. Οι κρατικές δαπάνες έχουν περισσότερους οπαδούς, γίνονται υπέρ πολυπληθών ομάδων του πληθυσμού, οι οποίες κατά κανόνα δεν πληρώνουν άμεσους φόρους ή πληρώνουν ελάχιστους (τους επονομαζόμενους και «καταναλωτές φόρων ή φοροφαγάδες») και βαρύνουν τη μειονότητα των φορολογουμένων (τους αποκαλούμενους «παραγωγούς των φόρων»), η οποία φορολογείται βαρύτατα.
Εκτός όμως από την άμεση ζημιά, την οποία η φορολογία προκαλεί στην οικονομία, ταυτοχρόνως τεράστια είναι και η ζημιά που προκαλείται στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η φορολογία πλήττει την ατομική ελευθερία και οδηγεί σε νόθευση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο κύριος λόγος που όλα τα δημοκρατικά συντάγματα τα τελευταία διακόσια χρόνια ορίζουν ότι φόροι επιβάλλονται μόνο με τυπικό νόμο (δηλαδή νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή) είναι για να υπάρχει αφενός η δυνατότητα περιορισμού της αυθαιρεσίας μιας κυβέρνησης στην επιβολή φόρων αφετέρου για να επιτυγχάνεται αποτελεσματικός έλεγχος και περιστολή των δαπανών του κράτους από τους αντιπροσώπους του λαού. Εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου, αντί ο κοινός νομοθέτης να επιβάλει χαλινό στην κρατική σπατάλη, εξωθεί συνεχώς σ'' αυτήν. Αυτό συμβαίνει γιατί μεγαλώνει συνεχώς ο κύκλος των ωφελούμενων προσώπων από τις κρατικές δαπάνες, άρα και η πολιτική πίεση στους εκλεγμένους αντιπροσώπους να τις αυξάνουν διαρκώς.
Το έχει γράψει εξαιρετικά ο Ανατόλ Φρανς: «Αγαπώ τη δημοκρατία αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι έχει πολλούς φτωχούς συγγενείς». Όμως, όταν τα λεφτά των πλουσίων αργά ή γρήγορα τελειώσουν, τότε η σπάταλη δημοκρατία και οι «φτωχοί συγγενείς» θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο την 1η Νοεμβρίου 2019.