Δύο νέοι μιλούν για τον Βαγγέλη και τον Κυριάκο

Δύο νέοι μιλούν για τον Βαγγέλη και τον Κυριάκο

Δύο νέοι άνθρωποι, ο Άρης Καλαφάτης και ο Θεόδωρος Καλαμπόκης, γράφουν στο Liberal γιατί θα ψηφίσουν Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο ένας και, Κυριάκο Μητσοτάκη ο άλλος, στις εκλογές της Κυριακής.

Η φρέσκια ματιά τους είναι αυτό που σίγουρα χρειάζεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

 

Κυριάκος Μητσοτάκης, η νέα εποχή για την Ελλάδα

Του Θεόδωρου Καλαμπόκη*

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναμφισβήτητα τις καλύτερες πολιτικές προτάσεις για τη συγκρότηση της Νέας Ελλάδας. Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί να αναδείξει, καλύτερα από όλους, την ανικανότητα και την ανεπάρκεια του Αλέξη Τσίπρα, και έτσι να τον κερδίσει στις επόμενες εθνικές εκλογές. Αυτοί είναι οι δυο βασικοί λόγοι για τους οποίους και στηρίζω με πάθος την υποψηφιότητα του για την προεδρία της Ν.Δ., από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης της.

Πολιτική ατζέντα – Ιδεολογική Προέλευση

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας κεντροδεξιός, μετριοπαθής, φιλελεύθερος πολιτικός. Σιχαίνεται τον λαϊκισμό και διακατέχεται από αστική ευγένεια. Είναι ακόμα εξαιρετικά θαρραλέος πολιτικός και αξιόπιστος. Στο πρόγραμμα του, εκτός των άλλων, είναι η στήριξη της επιχειρηματικότητας, η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, ο εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα, με στόχο ένα μικρότερο, πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό κράτος. Είναι φιλελεύθερος δηλαδή στα θέματα της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα είναι και κοινωνικά φιλελεύθερος, αφού στηρίζει τα ατομικά δικαιώματα των συνανθρώπων του, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Με τον ίδιο τρόπο που δεν υπολόγισε το πολιτικό κόστος στην εκλογή του ΠτΔ.

Έχει δώσει ακόμα μεγάλη έμφαση στο ασφαλιστικό, με κοστολογημένες προτάσεις από τον Ιούνιο του 2015, με έμφαση στο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει από το σκέλος των δαπανών. Όσον αφορά την παιδεία, πιστεύει, ακράδαντα, στην αξιοκρατία και την αριστεία. Αυτό σημαίνει αποκατάσταση της λειτουργίας των πειραματικών σχολείων, κατάργηση του «θεσμού» των αιώνιων φοιτητών, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων με απώτερο σκοπό τη μείωση της ανεργίας και περισσότερη καινοτομία. Το πολιτικό του πρόγραμμα λοιπόν για τη διακυβέρνηση της χώρας είναι εκείνο που απαντάει με τον καλύτερο τρόπο στις σημερινές προκλήσεις, τη μείωση της ανεργίας, τη μείωση της φορολογίας, το μικρότερο και αποτελεσματικότερο Δημόσιο, την τόνωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της αγοράς.

Ο θιασώτης του λαϊκισμού κύριος Τσίπρας, με την πολιτική του ατζέντα από την άλλη, οδηγεί τη χώρα με μαθηματική ακρίβεια σε εκτροχιασμό. Το καλοκαίρι με το δημοψήφισμα εκτός προγράμματος, και τους ιδεοληπτικούς λεονταρισμούς του, έφερε τα capital controls. Το φθινόπωρο, με τους χειρισμούς του στο προσφυγικό, άνοιξε τη συζήτηση για έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του Σένγκεν. Η αλλεργία του στις επενδύσεις και τον ιδιωτικό τομέα –βλέπε Σκουριές– το μόνο που εξασφαλίζει είναι ανέργους διαρκείας. Τη χαμένη γενιά, όπως ο ίδιος αποκάλεσε με χαρακτηριστική άνεση σε προεκλογική συνέντευξη του τον Σεπτέμβριο. Άνεση που όμως δεν είχε, κατά τη διάρκεια της τραγικής του εμφάνισης στο Clinton Global Initiative Forum, το οποίο και παρακολούθησαν επενδυτές από όλο τον κόσμο. Η εμμονή του ακόμα στη διατήρηση του status quo δεκαετιών στο αναποτελεσματικό Δημόσιο πλήττει κυρίως τους πιο ικανούς δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και τον Έλληνα φορολογούμενο. Αφήνω ασχολίαστους τους χειρισμούς του στο θέμα της παιδείας, καθώς δεν περίμενα κάτι περισσότερο από κάποιον που πέρασε τον περισσότερο χρόνο της σχολικής και πανεπιστημιακής ζωής του στις καταλήψεις.

Σπουδές – Εργασιακή Εμπειρία

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει το καλύτερο βιογραφικό από τους 300 εν ενεργεία βουλευτές. Με σπουδές στο Harvard και στο Stanford και με 11 χρόνια εργασιακής εμπειρίας στον ιδιωτικό τομέα σε Ελλάδα και εξωτερικό και σε εταιρείες όπως η McKinsey & Company, θα μπορούσε σήμερα να ήταν ο CEO μιας μεγάλης εταιρείας στο εξωτερικό, με χρηματικές απολαβές, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που του προσφέρουν οι θέσεις του βουλευτή και του υπουργού. Εκείνος όμως γύρισε στη χώρα του. Και αφού μόνο απέκτησε αυτήν την ξεχωριστή κατάρτιση και εμπειρία και όταν ένιωσε έτοιμος να προσφέρει στην κοινωνία και στη χώρα του, τότε μόνο κατέβηκε στην πολιτική, το 2004.

Ο κύριος Τσίπρας, από την άλλη, επέλεξε τον εύκολο δρόμο του κομματικού σωλήνα. Όπως είπε και ο κύριος Φλαμπουράρης, πότε να προλάβει να δουλέψει, αφού στα 30 του σχεδόν ήταν αρχηγός κόμματος. Πολλά ένσημα λοιπόν στο κόμμα, αλλά μηδενικά στην κοινωνία.

Το ποιος είναι λοιπόν περισσότερο καταρτισμένος και ικανότερος να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει τα εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα δεν χρειάζεται να το κρίνω εγώ. Μιλάνε από μόνα τους τα βιογραφικά και η διαδρομή των δυο προσώπων.

Πολιτική διαδρομή – Χαρακτήρας

Μιλούσα πρόσφατα με ένα φίλο μου που δεν έχει ψηφίσει ποτέ Ν.Δ. και διαχρονικά στηρίζει αριστερόστροφα κόμματα. «Τον Κυριάκο τον σέβομαι, γιατί πάντα μιλάει πολιτικά, με ευγένεια και επιχειρήματα.». Έτσι είναι. Τον Κυριάκο, εκτός από τα luben στοιχεία, τον σέβονται όλοι. Γιατί έχει διακριθεί στη ζωή του και εκτός κομματικού σωλήνα. Γιατί η αστική του ευγένεια δεν τον κάνει soft. Είναι αντίθετα μεγάλο όπλο του και του δίνει το κύρος που ένας αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εν δυνάμει πρωθυπουργός οφείλει να απολαμβάνει. Όλοι χαιρετίζουν ακόμα το θάρρος του και το γεγονός ότι παραμένει σταθερός στις ιδέες του, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Με άλλα λόγια, είναι ένας αξιόπιστος ιδεολόγος μεταρρυθμιστής που έχει κερδίσει τον σεβασμό της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος ανεξάρτητα με το αν τον ψηφίζουν η όχι.

Ο Τσίπρας, από την άλλη, είναι ο ορισμός του λαϊκιστή καιροσκόπου. Είπε τόσα ψέματα για να ανέβει στην εξουσία και συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό χωρίς να υπολογίζει τίποτα και κανέναν. Επίσης σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως τον σέβονται οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Με ατάκες όπως «Τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και με capital controls αντί για κατάργηση ΕΝΦΙΑ και επαναφορά 13ης σύνταξης κανείς δεν κέρδισε τον σεβασμό κανενός.

Νέα Εποχή

Ο Κυριάκος είναι η νέα εποχή για την Ελλάδα. Στο πρόσωπο του μπορούμε να πούμε ότι συμβολίζεται η επανάσταση της λογικής, της αξιοσύνης και της ευγένειας. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο μεγάλη προοπτική, αν γίνουν οι σωστές κινήσεις, αξίζει να έχει για πρωθυπουργό της τον Κυριάκο. Αυτόν που εκφράζει και θα συνεχίσει να εκφράζει τη σιωπηλή πλειοψηφία, η οποία δεν είναι πια σιωπηλή. Αυτόν που δεν έχει εξαρτήσεις και τολμάει να συγκρουστεί εις όφελος των πολλών και εις βάρος των λίγων εκείνων που αξιοποιώντας συστήματα και μηχανισμούς, λυμαίνονται τη χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες. Στις 10 Ιανουαρίου θα ψηφίσω με όλη μου την καρδιά και το μυαλό Κυριάκο Μητσοτάκη, με την ελπίδα πως από τις 11 του μήνα θα αρχίσουν να μπαίνουν τα θεμέλια ώστε η Ελλάδα να γίνει σύντομα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα και να διακριθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, όπως και της αξίζει.

* Ο κ. Θεόδωρος Καλαμπόκης δραστηριοποιείται στον χώρο της επικοινωνίας. Είναι απόφοιτος των MSc in Philosophy of Science και του MPA του LSE, και επίτιμος πρόεδρος των Ελλήνων φοιτητών του London School of Economics.

 

 

«Και Λαϊκοί και Μεταρρυθμιστές…»

Του Άρη Καλαφάτη*

Η κεντροδεξιά πολιτική δύναμη της χώρας πρέπει να ξανασυναντηθεί με την ..εγγενή λαϊκότητά της. Συχνά λησμονείται ότι τόσο το υπόβαθρο όσο και ο προσανατολισμός της είναι βαθιά λαϊκός. Γεννήθηκε για να υπηρετεί με τη φιλελεύθερη πολιτική της τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σε αυτά απευθύνεται και αυτά αποτελούν τη στόχευσή της. Επιδιώκει την κοινωνική ευημερία, την ευημερία των πολλών μέσω της διασφάλισης ενός υγιούς οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, μέσα στο οποίο καθένας χωριστά, δίχως διακρίσεις, θα μπορεί να αναπτύσσει ανεμπόδιστα τις δυνάμεις του προς όφελος της κοινωνικής ολότητας.

Συχνά ωστόσο διαπράττεται ένα λάθος στο δημόσιο διάλογο. Η λαϊκότητα (και όχι ο λαϊκισμός) δεν αντιστρατεύεται τη φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική λογική, όπως νομίζουν ορισμένοι. Σαν έννοιες δεν ακυρώνει η μία την άλλη, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Τόσο η λαϊκότητα όσο και η μεταρρυθμιστική λογική ενυπάρχουν στο dna του κεντροδεξιού χώρου. Για το λόγο αυτό και πρέπει να διασφαλίζεται ότι συνυπάρχουν στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Η λαϊκότητα πολύ απλά (ως στόχευση) θέτει τα όρια, αποτελεί κοινώς το μέτρο, με βάση την οποία πρέπει να προχωρεί η φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική λογική (η οποία αποτελεί και το μέσο). Η τελευταία πρέπει να υπακούει στην πρώτη και όχι η πρώτη στην τελευταία.

Με αυτή την έννοια, μεταρρύθμιση είναι η φορολογική πολιτική, η οποία κινητροδοτεί και δε στραγγαλίζει τη μικρομεσαία επιχείρηση, η πολιτική, η οποία αγκαλιάζει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα, η φορολογική πολιτική, η οποία είναι φιλική και δεν εξοντώνει τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς), μεταρρύθμιση είναι η αποφασιστική, με ορθολογικά και όχι ισοπεδωτικά κριτήρια μείωση του δημόσιου τομέα, η αταλάντευτη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στα στενά ολιγοπώλια, αλλά και οι στοχευμένες, με κοινωνικό πρόσημο και όχι άναρχες, βίαιες αποκρατικοποιήσεις.

Στο κρίσιμο ερώτημα επομένως, ποιός μπορεί να υπηρετήσει σήμερα με πιο αποτελεσματικό τρόπο την επείγουσα μεταρρυθμιστική ανάγκη της χώρας, η απάντηση είναι απλή. Εκείνος ο οποίος θα προχωρήσει με αποφασιστικότητα στις τομές, δίχως ωστόσο να λησμονά ότι η λαϊκότητα αποτελεί πάντοτε το μέτρο, με βάση την οποία πρέπει να προχωρεί η φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική πολιτική. Σταθερός προσανατολισμός πρέπει να είναι η κοινωνική οικονομία της αγοράς, όπως πρωτοδιαμορφώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο από το Ludwig Erhard (soziale Marktwirtschaft). Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος να περιχαρακωθεί ο πολιτικός χώρος σε μία αυστηρή, ορθολογιστική, νέου τύπου «εκσυγχρονιστική» ρητορική, η οποία μπορεί να γοητεύσει ορισμένους (εκτός Νέας Δημοκρατίας) από το χώρο του κέντρου, θα τοποθετήσει απέναντί της ωστόσο και πολλούς, οι οποίοι έχουν πληγεί και δεν έλκονται από την ευημερία των οικονομικών «δεικτών».

Ζητούμενο είναι λοιπόν η «σύνθεση» και των δύο. Τόσο σε επίπεδο αποτελεσματικής και δίκαιης διακυβέρνησης, όσο και σε επίπεδο εσωτερικό, παραταξιακό. Η σύνθεση δεν είναι «λίγο απ' όλα», όπως ενδεχομένως φοβούνται ορισμένοι. Είναι αυτή που «εκτρέφει» διαχρονικά το συγκεκριμένο χώρο. Και αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή διεύρυνση. 

Στη διεύρυνση που δε θα επεκταθεί μόνο σε εκείνους, οι οποίοι γοητεύονται από τη μεταρρυθμιστική ρητορική, αλλά και σε αυτούς, απο τους οποίους έχει απομακρυνθεί σταδιακά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο χώρος και οι οποίοι αποτελούν τον «πνεύμονά» του. Τους «δυναμικούς» ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, αλλά και εκείνους, οι οποίοι έχασαν ξαφνικά την εργασία τους ή υπήρξαν θύματα τυφλών οριζόντιων «τεχνοκρατικών» περικοπών. Άλλωστε ιστορικά όλες οι πλατιές κοινωνικές συμμαχίες, οι μεγάλες εκλογικές επιτυχίες της Νέας Δημοκρατίας ακούμπησαν πάνω σε αυτή τη διεύρυνση. Σε αυτήν λοιπόν θα πρέπει να ακουμπήσει και τώρα.

Εντούτοις, οι «μεταρρυθμίσεις» θα πρέπει να ξεκινήσουν πρώτα από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να υπάρξει ανανέωση. Ανανέωση ποιοτική και όχι επιφανειακή. Ανανέωση σε δομές, πολιτικό λόγο, αλλά και στελεχιακό δυναμικό. Δίχως την αναγκαία «μετάγγιση αίματος», η Νέα Δημοκρατία είναι καταδικασμένη. Δε θα μπορέσει να επανακτήσει τους δεσμούς της με τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, με την ίδια την κοινωνία.  Και ο στόχος ασφαλώς δεν είναι να ξανασυνατηθεί μαζί τους πρόσκαιρα, αλλά σε βάθος χρόνου.

Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν, το εκβιαστικό δίλημμα που θέτει ο δεύτερος γύρος της εσωκομματικής διαδικασίας στη Νέα Δημοκρατία είναι ξεκάθαρο. Ποιά υποψηφιότητα είναι σε θέση να ικανοποιήσει όλα τα παραπάνω κριτήρια σωρευτικά. Ζητούμενο είναι να τοποθετηθεί κανείς συγκριτικά στη βάση της πληρότητάς τους και όχι να επιχειρήσει να μειώσει τη μία, υπέρ της άλλης υποψηφιότητας. Απέναντι, λοιπόν, στην πολιτικά αξιοπρεπή και δίχως άλλο, συνεπή υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη, προσωπική εκτίμηση είναι ότι η υποψηφιότητα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη είναι σε θέση να ακουμπήσει σε όλα ανεξαιρέτως τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι μία υποψηφιότητα συνθετική, μία υποψηφιότητα πλήρης, η οποία μπορεί να απαντήσει επαρκώς σε όλα όσα τέθηκαν.

Σε κάθε περίπτωση, η παρακαταθήκη, την οποία έχει να διαχειριστεί η νέα ηγεσία είναι κρίσιμη. Οι 400.000 φίλοι και μέλη, που συμετείχαν σε αυτή τη χρονική συγκυρία στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας, αποτελούν μία «βουβή», σιωπηλή διαμαρτυρία σε βάρος της άτακτης κυβερνητικής πολιτικής. Και συνάμα ωστόσο και μία ηχηρή απαίτηση για ισχυρή, συγκροτημένη και πειστική αντιπολιτευτική πολιτική.

* Ο κ. Άρης Καλαφάτης είναι Δικηγόρος, Μέλος ΠΕ ΝΔ, Τέως Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ένωσης Κεντροδεξιών Νεολαιών (IYDU)