Του Σάκη Μουμτζή
Αναμφίβολα υπήρχε ένας πολύχρονος, υπολανθάνων και, μάλλον, παράνομος έρωτας ενός τμήματος της Ελληνικής κοινωνίας με την Αριστερά. Οι ρομαντικοί αριστεροί τοποθετούν τις ρίζες αυτής της σχέσης, στην περίοδο της Εαμοκρατίας και στην κατάπνιξη του αιτήματος για κοινωνική αλλαγή από τους Βρετανούς και τους «εγχώριους συνεργάτες τους», όπως διατείνονται. Έμεινε, υποστηρίζουν, ένα ιστορικό απωθημένο που σερνόταν στα βάθη της σύγχρονης Ιστορίας και περίμενε να βρει την αφορμή για να έρθει στην επιφάνεια. Είναι μια ερμηνεία μάλλον αυθαίρετη, αλλά σίγουρα ποιητική. Προσωπικά, πιστεύω πως τα πράγματα είναι πολύ πιο πεζά. Ίσως και χυδαία.
Το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, καθώς ασπάστηκε σχεδόν όλα τα συνθήματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Έγινε η κυβερνώσα Αριστερά, όπως υποστήριζε ο ιδρυτής του, σε αντιδιαστολή με την Αριστερά της διαμαρτυρίας και του περιθωρίου. Αυτή η τελευταία, έβλεπε το ΠΑΣΟΚ, όπως ο ξεπεσμένος βιομήχανος βλέπει τον βιοτέχνη που του έκλεψε την πατέντα και την πελατεία και μεσουρανεί πλέον αυτός στον χώρο τους.
Όμως το ΠΑΣΟΚ προχώρησε ακόμα πιο πολύ. Γνώριζε ο ηγέτης του πως η χρήση των συμβόλων και των συνθημάτων έχει ημερομηνία λήξης. Γι΄αυτό φρόντισε να δέσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας με πιο σταθερούς δεσμούς με το Κίνημα. Παρείχε σε εκατομμύρια ανθρώπους την δυνατότητα να διαβιούν καλά χωρίς να δουλεύουν. Κοινωνικοποίησε την ρεμούλα. Ιδεολογικοποίησε την ήσσονα προσπάθεια και επιβράβευσε την τεμπελιά.
Κάπου εδώ αρχίζει και γίνεται μια υπόγεια όσμωση του ΠΑΣΟΚ με ένα σημαντικό τμήμα της ανανεωτικής Αριστεράς που στην δεκαετία του 80 λαθροβιούσε στο πολιτικό περιθώριο. Κάποιοι από αυτούς, απολάμβαναν τις γλυκιές αργομισθίες του Δημοσίου, κάποιοι άλλοι ήταν επαγγελματικά στελέχη στο κόμμα, κάποιοι άλλοι ήταν χαρτζηλικοδίαιτοι τριανταπεντάρηδες και κάποιοι λίγοι εργάζονταν σκληρά στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Η συντριπτική πλειοψηφία τους σερνόνταν σε κομματικά αχτίφ, σε αναλύσεις του τρόπου μετάβασης στον σοσιαλισμό, και σε διδαχή των κλασσικών του μαρξισμού. (Αυτό το τελευταίο, αν κρίνω από την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης, συμβαίνει και σήμερα, το 2017.)
Η έλευση των μνημονίων κούνησε συθέμελα το οικοδόμημα της Ελληνικής κοινωνίας, που ήταν, αναμφίβολα, έργο ΠΑΣΟΚ. Και τότε έγινε μια παράλληλη μετατόπιση. Χιλιάδες κακομαθημένοι πολίτες, εθισμένοι στο δόγμα «δεν δουλεύω, αλλά αμείβομαι», ρίχτηκαν στον αγώνα για την υπεράσπιση των κεκτημένων τους, βρίσκοντας στέγη στο κόμμα «των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας.» Στον ΣΥΡΙΖΑ.
«Έφαγαν» το παραμύθι του αντιμνημονιακού δρόμου και της επιστροφής στο παραδεισένιο 2008 και εγκατέλειψαν ξεδιάντροπα, και με χαρακτηριστική ευκολία, το κόμμα που τους έδωσε γλυκό και ανέμελο ψωμί. Όπως είναι γνωστό, πολύ γρήγορα όλοι αυτοί οι άνθρωποι διαπίστωσαν πως ο δρόμος ήταν ένας και μοναδικός. Των μνημονίων. Δεν υπήρχε άλλος. Τους εξαπάτησαν.
Και όπως κάνουν οι περισσότεροι απατημένοι σύζυγοι, διέκοψαν την σχέση τους με την Αριστερά. Άλλοι, της έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία. Είναι οι οπαδοί της «νέας αρχής» στις σχέσεις. Πάντως ο χρόνιος έρωτας, η «καψούρα» αυτών των ανθρώπων με την Αριστερά, έσβησε.
Κι όπως τραγουδά ο μεγάλος λαϊκός βάρδος : «μην σκαλίζεις την στάχτη να ξάναβρεις φωτιά/ η δική μας αγάπη πάει, έσβησε πια./ Κι αν υπάρχουνε σπίθες που ακόμα κρατούν/μ΄ένα φύσημα αγέρα κι αυτές θα χαθούν»
Κάθε κατεστραμμένος έρωτας αφήνει ένα κενό, μια στυφή γεύση, μιαν απογοήτευση. Ο χρόνος όμως γιατρεύει τα πάντα. Ετσι, το πόσο γρήγορα αυτοί οι συνάνθρωποι μας θα συνέλθουν εξαρτάται, κυρίως, από εμάς.