Η εικόνα της εθνικής ομοψυχίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας διαλύθηκε με την λήξη της καραντίνας, το επίσημο, δηλαδή,τέλος της περιόδου που ο φόβος φύλαγε τα έρημα. Οι εικόνες από τις εντατικές της αγωνίας, τα στοιβαγμένα φέρετρα και τους ομαδικούς τάφους καταχωρήθηκαν στα αρχεία της μνήμης και οι ειδικοί αποχώρησαν διακριτικά από τις οθόνες ενώ το βιτριόλι αντικατέστησε τον κορονοϊό στην καθημερινότητά μας. Ο ορθολογισμός και η λογική του αυτονόητου εξαφανίστηκαν. Η χώρα επανήλθε, απότομα, στην καθημερινή πολιτική και κοινωνική της πραγματικότητα. Οι «δύο Ελλάδες» της μεταπολίτευσης βγήκαν ξανά στο προσκήνιο.
Από τη μια μεριά, η Ελλάδα της αισιοδοξίας που δεν θέλει να αφήσει να πάει χαμένη η μεγάλη, συλλογική και αποδοτική προσπάθεια των τελευταίων μηνών, που επιμένει να διαφυλάξει τα νέα κεκτημένα, που φιλοδοξεί να κεφαλαιοποιήσει την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας προς όφελος της πορείας ανάκαμψης της οικονομίας από την δεύτερη διαδοχική ύφεση που την απειλεί και δίνει προτεραιότητα στη ζωή, την εργασία, την ανάπτυξη.
Από την άλλη υπάρχει η Ελλάδα της συνωμοσίας που θεωρεί ότι ο κορονοϊός ήταν μια ακόμα στημένη απόπειρα ελέγχου των δομών της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο, που έσπειρε από την αρχή την αμφιβολία για το ρόλο της επιστήμης και των εκπροσώπων της, που αμφισβήτησε τα καλά αποτελέσματα, που πιστεύει ότι η μάσκα μπήκε για να φιμώσει τον λαό. Υπάρχει η Ελλάδα που ζήλεψε τη δόξα και τις μεθόδους του Τραμπ, του Τζόνσον, του Μπολσονάρου και των άλλων λαϊκιστών του πλανήτη αδιαφορώντας για τις τραγικές επιπτώσεις και τις ανθρώπινες απώλειες.
Οι δυο - διακομματικές και διαπαραταξιακές - εκδοχές της Ελλάδας συγκρούστηκαν, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, σε όλα τα κρίσιμα για το μέλλον της χώρας ζητήματα. Μητέρα των μαχών ήταν εκείνη που δόθηκε - και εξακολουθεί να δίνεται - για την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας. Μια μάχη που ξεκίνησε με την ένταξη στην ΕΟΚ, εντάθηκε με την ένταξη στην ευρωζώνη και αναζωπυρώθηκε στα χρόνια της κρίσης από τον αχταρμά των αντιμνημονιακά «αγανακτισμένων». Το αποκορύφωμα ήταν το δημοψήφισμα του ‘15 που αμφισβήτησε ανοιχτά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ακόμα και σήμερα, οι συνεχείς προφητείες περί κατάρρευσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος συνεχίζονται και συνεχίζουν να διαψεύδονται.
Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, και οι άλλες συγκρούσεις δεν ήταν μικρότερης σημασίας, πολύ περισσότερο που οι δύο πιο σημαντικές κερδήθηκαν από τα συντεχνιακά συμφέροντα. Το νομοσχέδιο του Τάσου Γιαννίτση, καθοριστικό για την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αποσύρθηκε κάτω από την «λαϊκή» κατακραυγή και η εμβληματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Άννας Διαμαντοπούλου ξηλώθηκε σταδιακά από τις πολιτικές δυνάμεις που την είχαν, καθολικά σχεδόν, υπερψηφίσει. Η σκληρή οικονομική κρίση ανέδειξε όλες σχεδόν τις παθογένειες της Ελληνικής κοινωνίας η οποία έγινε περισσότερο ευάλωτη στον ακραίο λαϊκισμό κάθε χρώματος ενώ ακόμα και αυτονόητες αλήθειες τίθενται σήμερα προς απόδειξη. Ότι, δηλαδή, η αριστεία δεν είναι ρετσινιά και καρκίνωμα, ότι η αξιοκρατία και η πρωτοβουλία είναι μοχλοί ανάπτυξης, ότι η ισοπέδωση των πάντων δεν οδηγεί στην κοινωνική πρόοδο.
Ο διχασμός ήταν πάντα η μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Ακόμα και τώρα, που διανύουμε την πιο μακρά περίοδο της σταθερής μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ο κίνδυνος ενός νέου διχασμού παραμονεύει. Το χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα της οπισθοδρόμησης και του λαϊκισμού και στην Ελλάδα της προόδου και της ανάπτυξης διευρύνεται συνεχώς. Σε μια κρίσιμη στιγμή για τη χάραξη της μελλοντικής πορείας της χώρας η ήττα του λαϊκισμού αποτελεί προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή της.