Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Η διαπραγμάτευση με τους δανειστές ξεκίνησε και επισήμως με τις δηλώσεις Ρέγκλινγκ και θα είναι πολύ δύσκολη γιατί οι όροι που θέτουν για τη μείωση των υψηλών πλεονασμάτων συνιστούν τον πυρήνα του χρόνιου προβλήματος της ελληνικής οικονομίας.
Για να γίνει αποδεκτό το αίτημα της μείωσης των πλεονασμάτων οι δανειστές ζητούν να δουν την ελληνική οικονομία να βελτιώνεται δομικά μετά από πολιτικές τομές και μεταρρυθμίσεις και όχι συγκυριακά, χάρις στην αλλαγή του οικονομικού κλίματος που προκάλεσε η πολιτική αλλαγή στη χώρα μας. Και αυτή η δύσκολη διαπραγμάτευση θα γίνει σε μια εξίσου δύσκολη συγκυρία ή έστω ρευστή και ευάλωτη σε πολλούς γεωπολιτικούς παράγοντες, γνωστούς και απρόβλεπτους (βλ.το χτύπημα στη Σαουδαραβική εταιρεία πετρελαίου Aramco).
Παρ'όλες τις δυσκολίες όμως, ο Πρωθυπουργός έχει στα χέρια του ένα πολύ γερό χαρτί: τη «Συμφωνία Αλήθειας» που είχε «υπογράψει» με τον ελληνικό λαό ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ποτέ δεν έκρυψε από τους Έλληνες ότι το εγχείρημα της οικονομίας θα είναι δύσκολο και ότι εκτός από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, την προετοιμασία, την οργάνωση και τη σύναψη περιφερειακών συμμαχιών, η οικονομία θα χρειαστεί κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα για να ανακάμψει με τρόπο ορατό και μετρήσιμο.
«Δεν υπόσχομαι θαύματα από τη μία μέρα στην άλλη». Η φράση αυτή ήταν η σταθερή επωδός στις παρεμβάσεις του.
Η στρατηγική της «Συμφωνίας Αλήθειας» είχε τεθεί πολλάκις υπό αμφισβήτηση από τους ίδιους τους νεοδημοκράτες, κάποιους δε πολύ κοντά στον Πρωθυπουργό. Το επόμενο διάστημα θα αποδειχθεί πόσο σοφή ήταν η επένδυση στην αλήθεια.
Έχουμε αρθρογραφήσει πολλάκις πάνω στη «φιλοσοφία» της Συμφωνίας Αλήθειας (ναι, έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο), καθότι θερμοί θιασώτες της. Εδώ θυμίζουμε απλώς ότι στην πολιτική «αλήθεια» δεν είναι μόνο το αντίθετο του ψέματος αλλά περισσότερο η άρνηση να δοθούν υποσχέσεις που είναι αβέβαιο ότι μπορούν να εκπληρωθούν.
Η «Συμφωνία Αλήθειας» δεν πρέπει λοιπόν να εγκαταλειφθεί ως στρατηγική επιλογή. Πολλώ μάλλον δε όταν το Σάββατο στη ΔΕΘ είδαμε τον ηττημένο κ.Τσίπρα να μένει προσκολλημένος στα καταστατικά του ψέματα. Δύο μόλις μήνες διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν αρκετοί για να εξαϋλώσουν και τις τελευταίες αμφιβολίες για το μέγεθος της ανικανότητας της κυβέρνησης Τσίπρα. Δεν ήταν μόνο ψεύτες ήταν και παντελώς ανίκανοι.
Αν ο ορισμός της «Συμφωνίας Αλήθειας» για μια αντιπολίτευση είναι προφανής, πως περιγράφεται τώρα που η Νέα Δημοκρατία κυβερνά αυτοδύναμη;
Θα λέγαμε ότι πέρα της κεντρικής της ιδέας που παραμένει σταθερή και είναι βέβαια το να λέγεται η αλήθεια, τη «Συμφωνία Αλήθειας» την ορίζουν οι λίγες και προσεκτικές κουβέντες και η αποφυγή των εύκολων επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων και βέβαια η τεκμηρίωση κάθε κυβερνητικής πρωτοβουλίας στη βάση της πολιτικής και της ιδεολογίας. Κάθε απόφαση της κυβέρνησης πρέπει να «επικοινωνείται» ως πολιτική. Η διαχειριστική επάρκεια δεν είναι ιδεολογία. Εδώ να προσθέσουμε και τη διαφάνεια στην επικοινωνία και τη μίνιμουμ χρήση «παπαγάλων» και ο νοών νοείτω.
Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στη σειρά των συνεντεύξεων που έδωσε στον Αλέξη Παπαχελά λέει σε κάποιο σημείο καθαρά το εξής: «Πολιτεύτηκα πάντα χρησιμοποιώντας ονόματα ουσιαστικά και αποφεύγοντας τους επιθετικούς προσδιορισμούς».
Η «Συμφωνία Αλήθειας» μιας κυβέρνησης λοιπόν είναι όλα όσα γράφονται και λέγονται με ονόματα ουσιαστικά, ξερά, απλά κατανοητά, χωρίς επίθετα. Δύσκολο μεν αλλά οι δύσκολες καταστάσεις απαιτούν προσήλωση στην αριστοτελική πολιτική ηθική που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε από την αρχή. Είναι δύσκολο, ναι. Αν ήταν εύκολο όμως, θα μπορούσε να το κάνει μέχρι και ο κ.Τσίπρας.