Tου Γιάννη Παλιούρη
Τα μεν ξεκίνησαν ως παιχνίδια. Τα δε ως εξειδικευμένα εργαλεία στην αυτοκινητοβιομηχανία. To στάδιο αυτό ανήκει πια οριστικά στο παρελθόν. Drones και robots υιοθετούνται ταχύτατα από όλους, σχηματίζοντας μια παγκόσμια αγορά που το μέγεθός της θα ξεπεράσει το ΑΕΠ της Ελλάδας έως το 2023.
Συγκεκριμένα οι παγκόσμιες επενδύσεις σε ρομποτικά συστήματα και drones θα αγγίξουν τα 129 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020 για να εκτιναχθούν στα 241 δισεκατομμύρια στα τέλη του 2023, σύμφωνα με τη μελέτης της IDC, Worldwide Robotics και Drones Spending Guide.
Τη μερίδα του λέοντος σε αυτή την υπό διαμόρφωση τεράστια αγορά θα έχουν τα ρομποτικά συστήματα, όχι λόγω του πλήθους των πωλήσεων αλλά εξαιτίας της πολύ υψηλότερης τιμής τους ανά μονάδα. Ειδικότερα, η παγκόσμια αγορά robots για το 2020 θα διαμορφωθεί στα 112,4 δισεκατομμύρια δολάρια ενώ η αντίστοιχη των drones στα 16,3 δις. Ωστόσο οι πωλήσεις drones τρέχουν με ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης 33,3%, έναντι 17,8% των robots.
Οι μηχανές πιάνουν δουλειά
Ενώ τα robots θα παραμείνουν… εγκλωβισμένα κυρίως στα εργοστάσια, τα drones, αντίθετα, ανοίγουν τα φτερά τους παντού. Βιομηχανία, logistics, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, κατασκευαστικός και εξορυκτικός τομέας βλέπουν στα αυτόνομα αεροχήματα μια σειρά από χρήσιμες εφαρμογές και θα κατευθύνουν σημαντικά κεφάλαια για την απόκτηση και χρήση drones.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με έρευνα της ReserachandMarkets, η παγκόσμια βιομηχανία Logistics μέσω drones θα ανέλθει στα 11,2 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 και στα 29,06 δισεκατομμύρια δολάρια το 2027, έχοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 21,01%. Με βάση την υφιστάμενη τεχνολογία, η μεταφορά αγαθών κάτω των 10 κιλών θα κυριαρχήσει στην αγορά έως το 2022. Ωστόσο καθώς νέες τεχνολογικές καινοτομίες θα έρχονται στο προσκήνιο, τα drones θα γίνονται ισχυρότερα, ταχύτερα, ασφαλέστερα και κυρίως φθηνότερα, με αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου η χρήση τους θα επεκταθεί και στη μεταφορά σημαντικά βαρύτερων φορτίων.
Σε ό,τι αφορά τα robots, πέρα από την έρευνα της IDC, οι περισσότερες μελέτες διαπιστώνουν τη μετάβαση από την εποχή των τεράστιων ρομποτικών συστημάτων, στην εποχή των cobots. Σε σύγκριση με τα συνηθισμένα βιομηχανικά ρομπότ, τα cobots είναι πιο ακριβή, περισσότερο ευέλικτα και μικρότερα. Το σημαντικότερο πλεονέκτημά τους, όμως, είναι το «πακέτο» ευφυίας και συνδεσιμότητας με το οποίο είναι εφοδιασμένα: προηγμένη τεχνολογία αισθητήρων, τεχνητή νοημοσύνη, χωρικός προσανατολισμός και ικανότητα αποστολής και λήψης δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Έτσι, μπορούν να προσαρμοστούν σε μια ευρεία γκάμα καθηκόντων.
Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να αναμένουμε μια ταχεία μετατόπιση της βιομηχανίας από τα κλασσικά ρομπότ στα Cobots. Χαρακτηριστικά, η παγκόσμια αγορά βιομηχανικών ρομπότ, που κυριαρχείται από τις Kuka, ABB, Fanuc και Yaskawa, έχει ετήσιο τζίρο περίπου 17 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η αγορά για Cobots ανήλθε το 2017 μόλις σε 287 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, μέχρι το 2027 ότι η παγκόσμια αγορά Cobots αναμένεται να ανέλθει στα 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσοστό που θα αντιστοιχεί στο 29% της συνολικής αγοράς βιομηχανικών ρομπότ.
Αν οι προβλέψεις ότι μέχρι το 2030 ποσοστό άνω του 20% των θέσεων εργασίας, παγκοσμίως, θα έχει περάσει στα «χέρια» των μηχανών επιβεβαιωθούν, η υιοθέτηση Cobots πρέπει να θεωρείται αναγκαιότητα και όχι πολυτέλεια για τις επιχειρήσεις. Ουσιαστικά θα πρέπει να δημιουργήσουμε «συνεργατικούς» χώρους εργασίας στους οποίους θα «συμβιώνουν» άνθρωποι και Cobots. Μάλιστα, κάτι τέτοιο δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, αφού οι μηχανές θα αναλαμβάνουν βαρετά, επαναλαμβανόμενα καθήκοντα αφήνοντας περισσότερο «δημιουργικό» χώρο στους βιολογικούς συναδέλφους τους.