Της Αγγελικής Κώττη
Οι ελεύθεροι χώροι μέσα στο δομημένο περιβάλλον, έπαιζαν σημαντικό ρόλο για τους προγόνους μας, οι οποίοι, συνειδητά δημιουργούσαν τέτοιους μέσα στις πόλεις, στα ιερά και στα νεκροταφεία. «Ένας δημόσιος χώρος, λειτουργεί δυνητικά σε τρεις διαστάσεις και διαμορφώνεται τόσο από τα αρχιτεκτονήματα που τον περιβάλλουν όσο και από φυσικά ή τεχνητά τοπόσημα, αλλά και από τους ίδιους τους ανθρώπους που τον χρησιμοποιούν και τον βιώνουν καθημερινά ή περιστασιακά» αναφέρουν ο καθηγητής αρχαιολογίας Πάνος Βαλαβάνης, και οι αρχαιολόγοι Νικόλας Δημάκης και Ειρήνη Δημητριάδου στο άρθρο τους «Βιώνοντας τον δημόσιο χώρο στην αρχαία Ελλάδα (6ος-1ος αι. π.Χ.) Δρόμοι, πλατείες και ελεύθεροι ανοιχτοί χώροι στις πόλεις, τα ιερά και τα νεκροταφεία». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Aura και μας δίνει μια ευκαιρία να πληροφορηθούμε στοιχεία έξω από τα συνηθισμένα.
«Περιοχές εντός του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, δρόμοι (αστικοί, ιεροί, ταφικοί), πλατείες και ανοιχτοί ελεύθεροι χώροι, με τη μορφή τους και τις αναλογίες τους, σε συνδυασμό πάντα με τις εγκαταστάσεις (ναοί, ιερά, τάφοι κ.ά.) και τα δρώμενα (πομπές, θυσίες κ.ά.) με τα οποία συνδέονται, συνθέτουν τόπους συλλογικής μνήμης και ταυτότητας και αποτελούν φορείς έκφρασης και προβολής αντιλήψεων, αξιών και ιδεολογίας» τονίζουν οι συγγραφείς. Οι περιπτώσεις που μελέτησαν βρίσκονται στην Αθήνα, όπου υπάρχουν περισσότερες γραπτές πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές. Επίσης, πρόκειται για αντιπροσωπευτικούς χώρους ως προς τρεις διαφορετικές μορφές και χρήσεις του δημόσιου χώρου, μία λατρευτική (οδός Παναθηναίων), μία πολιτική (Πνύκα) και μία ταφική (Δημόσιον Σήμα).
Παναθηναϊκή οδός
Η οδός των Παναθηναίων ήταν «μια πανάρχαια οδική αρτηρία που συνέδεε την πόλη αφενός με τις εκτός των τειχών περιοχές και αφετέρου με την Ακρόπολη, χρησιμοποιήθηκε από τους Αρχαϊκούς χρόνους και εξής για τη διέλευση της πομπής των Παναθηναίων, (σ.σ της μεγαλύτερης γιορτής της πόλης), αλλά και ως χώρος διεξαγωγής διαφόρων αθλητικών και ιππικών αγωνισμάτων της εορτής. Αποτελεί δηλαδή μια κύρια αστική οδό που μέσω της πομπής μετατρέπεται σε ιερό, εν κινήσει, χώρο.»
Είναι βέβαιο ότι το εύρος της οδού (10-20 μ.), πολύ μεγαλύτερο του μέσου πλάτους των αθηναϊκών οδών, εξυπηρετούσε και τον πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων που θα συμμετείχαν στην πομπή της μεγαλύτερης γιορτής της πόλης, που στόχο είχε την προβολή της υπεροχής της. Η τελετουργική αυτοεκπροσώπηση της πόλεως θεσμοθετείται έτσι με τον πλέον μνημειακό τρόπο μέσα στο αστικό τοπίο μέσω της πομπικής οδού. Μάλιστα, κατά κάποιους μελετητές της ζωφόρου του Παρθενώνα, η πομπή αναπαραστάθηκε σε αυτήν, επιλεκτικά όμως, από τον Φειδία και τους μαθητές του.
Καθώς δεν σώζονται τα πλευρικά όρια της οδού, δεν μπορούμε σήμερα, αναφέρουν οι συγγραφείς, να γνωρίζουμε την πυκνότητα του πλήθους. Πάντως, το πλάτος της «κυμαινόταν κατά τόπους από 5-20 μ. Προφανώς η πυκνότητα θα μεταβαλλόταν ανά διαστήματα λόγω της επιλεγμένης πορείας, της αυξομείωσης των συγκεντρωμένων ή από τις απαραίτητες στην αρχαία ελληνική λατρεία επικοινωνιακές πράξεις (απλές προφορικές, μουσικές, κινησιολογικές, κλπ.),που θα ποίκιλλαν σε ένταση αλλά θα συνέβαλλαν στην περαιτέρω αύξηση του πάθους, άρα και της πυκνότητας.»
Η Πνύκα
Η Πνύκα αποτελεί ένα ακόμα διδακτικό παράδειγμα βιωματικής προσέγγισης ελεύθερου ανοιχτού δημόσιου χώρου. Οι φιλολογικές και οι επιγραφικές πηγές μάς δίνουν μια ιδέα για τον ελάχιστο αριθμό πολιτών που παρευρισκόταν στις συγκεντρώσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Από την άλλη, τα αρχαιολογικά δεδομένα μάς επιτρέπουν να εκτιμήσουμε τον μέγιστο αριθμό συμμετεχόντων σε αυτές. Οι ανασκαφές στην Πνύκα κατά τα έτη 1930-31 αποκάλυψαν τρεις φάσεις στην ιστορία αυτού του χώρου συγκέντρωσης των Αθηναίων πολιτών. Κατά την πρώτη περίοδο (Πνύκα I) η Πνύκα λειτούργησε από τον Κλεισθένη μέχρι το 404 π.Χ. και η έκτασή της εκτιμάται στα 2400 τ.μ. Λίγα χρόνια μετά, ο χώρος αναμορφώθηκε και όλη η κατασκευή άλλαξε προσανατολισμό (Πνύκα II), έχοντας επιφάνεια, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, από 2600–3200 τ.μ.
Κατά τον σχεδιασμό της τρίτης φάσης (Πνύκα ΙΙΙ) την εποχή του Λυκούργου (β'' μισό 4ου αι. π.Χ.), που μάλλον δεν αποπερατώθηκε, με την κατασκευή ενός τεράστιου καμπύλου αναλημματικού τοίχου επιτυγχάνεται σχεδόν διπλασιασμός της επιφάνειας συγκέντρωσης των πολιτών, η οποία έφθασε τα 5500 τ.μ. Από πολλά χωρία λόγων που εκφωνήθηκαν ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου γίνεται σαφές ότι οι πολίτες ήταν καθισμένοι στο βράχο, πιθανώς πάνω σε κουρελούδες ή μαξιλάρια, ίσως όμως σε κάποιες περιόδους να υπήρχαν και κάποιες θέσεις, ενδεχομένως ξύλινοι πάγκοι. Οι άνθρωποι που χωρούσαν σε αυτήν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, ήταν 6.000 στην πρώτη φάση, 6.500- 8.500 στη δεύτερη και 13.750 στην τρίτη. «Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο μέγιστος αριθμός καθισμένων συμμετεχόντων κατά τον 5ο αι. π.Χ. συμπίπτει με αυτόν της απαρτίας που αναφέρεται σε τρεις νόμους του 4ου αι. π.Χ.» τονίζουν οι μελετητές. Πάντως, ήταν κατά πολλοί λιγότεροι από τους Αθηναίους πολίτες που το 431 π.Χ., ήταν περίπου 43.000 πολίτες σύμφωνα με τον Θουκυδίδη και 21.000 το 309 π.Χ. στην απογραφή Δημητρίου Φαληρέα, το 309 π.Χ., 21.000 πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση, «βάσει των μαρτυριών του Θουκυδίδη και του Αριστοφάνη, φαίνεται ότι οι συγκεντρώσεις του Δήμου τον 5ο αι. π.Χ. παρακολουθούνταν από λιγότερους πολίτες σε σχέση με τον 4ο αι.. π.Χ. και αυτό παρά τη μείωση του αριθμού των πολιτών. Αντίθετα δηλαδή προς την επικρατούσα άποψη, φαίνεται ότι το ενδιαφέρον των Αθηναίων πολιτών για τους δημοκρατικούς θεσμούς ήταν μεγαλύτερο τον 4ο παρά τον 5ο αι. π.Χ. και ότι η συμμετοχή στις συνελεύσεις ήταν αυξημένη μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 404/3 π.Χ. Επομένως, στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου τον 5ο αι. π.Χ. συνήθως δεν ελάμβανε μέρος πάνω από το 1/7 των πολιτών, ενώ κατά τον 4ο αι. π.Χ. κάπου μεταξύ του 1/3 και του1/4. Εξαιρούνται φυσικά οι εκκλησίες στις οποίες ετίθεντο κρίσιμα θέματα για το μέλλον της πόλης, όπως π.χ. η απόφαση για τη Σικελική εκστρατεία το 415 π.Χ., όπου η συμμετοχή θα ήταν πολύ μεγάλη.»
Το Δημόσιο Σήμα
Μολονότι κάθε ελεύθερος ανοιχτός δημόσιος χώρος στην Αθήνα των Κλασικών χρόνων είχε την αστική του και συχνά και τη θρησκευτική του σημασία, τα μνημεία και οι δραστηριότητες στον χώρο γύρω από την οδό προς την Ακαδημία, δημιουργούσαν μια αυτόνομη ενότητα με ισχυρές πολιτικές και συλλογικές προεκτάσεις. Αυτά τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής, σε συνδυασμό με την απουσία προ-Κλασικών ταφικών καταλοίπων, ανάγουν την οδό προς την Ακαδημία και την εγγύς περιοχή της σε μια ιδανική επιλογή για το Δημόσιον σήμα, το παρόδιο νεκροταφείο με τους επώνυμους νεκρούς που είχαν προσφέρει πολλά ή και τη ζωή τους ακόμη, στην πολιτεία. « Σε αυτήν την περιοχή οι πεσόντες εν πολέμω δεν χάνονταν στην ανώνυμη συλλογικότητα των νεκρών, αλλά αποκτούσαν συλλογική υπόσταση που ενίσχυε την ενότητα της πόλης και τη συνέχεια και επιβίωση της συλλογικότητας της αθηναϊκής κοινωνίας» σύμφωνα με τους αρχαιολόγους.
Επιπλέον, η επιλογή αυτής της περιοχής για την ταφή των μεγάλων ηγετών της αθηναϊκής δημοκρατίας, επέτρεπε τη δημιουργία ενός αυτοτελούς δημοκρατικού «ταφικού χώρου», διακριτού από την περιοχή ανατολικότερα, γύρω από τον δρόμο προς τον Ίππιο Κολωνό, χώρο προβολής αριστοκρατικού κύρους και δύναμης.
Την ίδια στιγμή οι πολιτικές (π.χ. επιτάφιοι λόγοι) και αθλητικές (αγώνες προς τιμήν των πεσόντων) δραστηριότητες, που διεξάγονταν κατά μήκος και γύρω από την οδό, άμβλυναν την ψυχολογική δύναμη του θανάτου δίνοντας έμφαση σε ιδανικά και αξίες που ξέφευγαν από αυτόν: τοπική ιστορία, παραδοσιακές πρακτικές και λατρευτικές εκδηλώσεις, τόνωση της «εθνικής» ταυτότητας. Οι διαβάτες και επισκέπτες στην περιοχή δεν αντίκριζαν μόνο τους πεσόντες και τα δημόσια επιτύμβια μνημεία τους. Με τη συγκέντρωσή τους για εορτασμούς τον ίδιο ακριβώς χώρο όπου ενταφίαζαν τους νεκρούς τους, οι Αθηναίοι προέβαλλαν τη διάρκεια και τη συνέχεια της πόλης τους, των θεών τους, της πολιτείας και της κοινωνίας τους.
Από το Δημόσιο Σήμα έχει σήμερα εντοπισθεί, στην οδό Σαλαμίνος, πολυάνδριο νεκρών πολεμιστών που έπεσαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σε ανασκαφές της τότε Γ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων που διεξήγαγε εκεί η Χάρις Στούπα. Η οδός ξεκινούσε από την έξοδο του νεκροταφείου του Κεραμεικού και είχε πλάτος μέχρι 40 μέτρα.