Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ενώ η κυβέρνηση ακόμη πανηγυρίζει για τη δήθεν καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, το ΚΕΦίΜ παρουσίασε, για τέταρτη συνεχή χρονιά, τη μελέτη για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας στην Ελλάδα, που φέτος πέφτει στις 18 Ιουλίου - πράγμα που σημαίνει ότι ο μέσος Έλληνας θα δουλέψει φέτος 198 από τις 365 μέρες του χρόνου, 12 μέρες περισσότερο απ' ό,τι πέρσι, για να πληρώσει φόρους και εισφορές στο κράτος.
Το 2018 θα δουλέψουμε 50 ημέρες για να πληρώσουμε άμεσους φόρους, 67 για έμμεσους και 81 για κοινωνικές εισφορές.
Στο ΚΕΦίΜ πιστεύουμε ότι ο δείκτης αυτός περιγράφει με τον πιο ακριβή τρόπο την κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009, στο ξεκίνημα δηλαδή της κρίσης, η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας είχε φτάσει 50 ολόκληρες μέρες νωρίτερα.
Εννιά χρόνια μετά, προσθέσαμε αυτές τις 50 μέρες σε όσες αφιερώνουμε για την κάλυψη των αναγκών του υδροκέφαλου κράτους μας - κι αυτό παρά το γεγονός ότι μέσα σε αυτά τα χρόνια το μέσο ατομικό και οικογενειακό εισόδημα στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί. Η μελέτη για την Ημέρα Οικονομικής Ελευθερίας αναδεικνύει έτσι τους πραγματικούς ήρωες της κρίσης: τους φορολογούμενους που άντεξαν αυτόν τον κυκεώνα της υπεφορολόγησης για να δουν τις τελευταίες ημέρες στο Ζάππειο και στα μέσα ενημέρωσης τους πανηγυρισμούς μιας κυβέρνησης που ανοιχτά ομολογεί πως κατά τη γνώμη της η φορολογία στη χώρα μας δεν είναι υπερβολική. Ιδιαίτερα μάλιστα εκείνους τους φορολογούμενους που αποτελούν τον εύκολο στόχο των κάθε λογής φοροεπιδρομών.
Είναι χαρακτηριστικό πως εν μέσω της κρίσης, την ώρα δηλαδή που χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της οικονομίας μας, η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων είναι αντίστοιχη με αυτή των Γερμανών και μεγαλύτερη από εκείνη των Σουηδών, των Φινλανδών και των Ιταλών. Αν τουλάχιστον απολαμβάναμε χάρη σε αυτά τα φορολογικά έσοδα υψηλής ποιότητας υπηρεσίες από το κράτος, το πράγμα θα ήταν κάπως πιο ανεκτό - στην περίπτωση εκείνη φιλελεύθεροι και κρατιστές θα διαφωνούσαμε απλώς για το θεμιτό και επιθυμητό μέγεθος του κράτους. Η Ελλάδα όμως της κρίσης βρίσκεται σταθερά στις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από τις κρατικά παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας, καθώς και από τη Δικαιοσύνη.
Αυτός ο συνδυασμός - της υπερφορολόγησης, που αφαιμάσσει την πραγματική οικονομία, και της απογοήτευσης από την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος με τα χρήματα που εισπράττει από μας- είναι η πιο σίγουρη συνταγή για συνεχιζόμενη ύφεση, φτώχεια και δυστυχία. Το ερώτημα συνεπώς είναι ξεκάθαρο: Θέλουμε ως χώρα ένα μικρότερο, πιο συμμαζεμένο και αποδοτικό κράτος, ή μήπως τελικά προτιμάμε να γιορτάζουμε σε λίγα χρόνια την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας το φθινόπωρο;
*Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 26 Ιουνίου.