Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, συνηθίζεται στο τέλος του χρόνου, να γίνεται μια αναφορά και ανάλυση για όλα όσα συνέβησαν το φθινόπωρο του 2008. Διότι από την κατάρρευση της Lehman Brothers, πυροδοτήθηκε η κρίση των Αμερικανικών subprime loans, που κατέληξε στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, έχει περάσει προ πολλού ο κλασικός επταετής ανοδικός κύκλος.
Κι αφού ο κλασσικός επταετής ανοδικός κύκλος έχει περάσει από το 2015, χωρίς να διαταραχτεί η ανοδική του πορεία, φτάσαμε στο τέλος του 2020, για να βρεθούμε μπροστά στο μεγάλο ερώτημα. Μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μήπως έφτασε η στιγμή της κατάρρευσης των αγορών;
Αυτό το ερώτημα, έρχεται ξανά στη επικαιρότητα ειδικά σήμερα, που οι κατηγορίες για την οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας, πέφτουν πάλι πάνω στις πλάτες των τραπεζών, «που δεν δανείζουν», «που δεν χρηματοδοτούν» και «που δεν στηρίζουν την επιχειρηματικότητα». Σημαντικό μέρος της αυτής της καταγγελτικής αφήγησης και αρθρογραφίας, χρησιμοποιεί εκ νέου, παρόμοια επιχειρηματολογία με αυτήν του 2008.
Οπότε κρίνουμε σκόπιμο να ρίξουμε και πάλι μια διαφορετική ματιά στις αιτίες και στις αφορμές της κρίσης του 2008. Μια ματιά που επικεντρώνεται σε άλλα σημεία, πέρα από την ευθύνη των τραπεζιτών, των “banksters” και των “αιμοδιψών” επενδυτικών οίκων, που τα έκαναν όλα στο «βωμό του κέρδους».
Και τα σημεία αυτά είναι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στις ΗΠΑ και η λανθασμένη ανάγνωση των οικονομικών δεδομένων από τους οικονομικούς παράγοντες των ΗΠΑ.
Ήδη από το Αύγουστο του 2005 σε παγκόσμια συνάντηση των σημαντικότερων υπουργών οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών, ο chief economist του IMF, Raghuram Rajan είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, τη στιγμή που άπαντες οι συγκεντρωμένοι εξυμνούσαν τον χειρισμό των οικονομικών καταστάσεων και προέβλεπαν θεαματικές εξελίξεις. Η ιστορία έχει καταγράψει το γεγονός, πως ο Rajan είχε χαρακτηριστεί σαν “stone age thinker” δηλαδή «άνθρωπος των σπηλαίων» και σαν “luddite” δηλαδή «λουδίτης» από τον Υπουργό Οικονομικών Larry Summers, της κυβέρνησης του προέδρου Bill Clinton.
Και ακόμα πιο πριν, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2001 η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου είχε επιφέρει ένα σημαντικό σοκ στις αγορές και στις εμπορικές συναλλαγές, καθώς το χαμηλό μισθολογικό κόστος και οι οικονομίες κλίμακας λόγω μεγέθους, επέτρεψαν στην Κίνα να εισβάλει δυναμικά και επιθετικά σε όλες τις ώριμες και αναπτυσσόμενες αγορές.
Η απάντηση της Δύσης περιορίστηκε στην ταχύτατη αποκλιμάκωση των επιτοκίων και αυτό ήταν το πρώτο λάθος.
Το δεύτερο λάθος ήταν η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα η οποία χρεώνεται στην διακυβέρνηση του Προέδρου George W. Bush. Μετά το σκάνδαλο της Enron, η κυβέρνηση Bush προσπάθησε να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, όμως απέτυχε να περάσει αυστηρούς κανόνες ελέγχου στις Fannie Mae και Freddie Mac, καθώς δεν είχε το Κογκρέσο με το μέρος του.
Το τρίτο και ίσως το μεγαλύτερο λάθος, ήταν η αμερικανική πολιτική βούληση, για αύξηση του ποσοστού ιδιόκτητης κατοικίας στις ΗΠΑ, που υιοθετήθηκε κυρίως από τον Πρόεδρο Bill Clinton, ο οποίος ήδη από το 1995 μέσω του Community Reinvestment Act, πίεζε τις τράπεζες να δανειοδοτούν πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, που δεν εκπλήρωναν τα τραπεζικά κριτήρια φερεγγυότητας.
Ακόμα και σήμερα, η κυρίαρχη άποψη χρεώνει την κρίση του 2008 στις τράπεζες. Όμως η καθαρά τεχνοκρατική ματιά, την χρεώνει τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Έτσι και σήμερα, τον σχεδιασμό της επόμενης τον κάνουν οι κυβερνήσεις και όχι οι τράπεζες. Οι κυβερνήσεις αποφασίζουν για τα πακέτα στήριξης και ανάκαμψης, που θα διαθέσουν. Οι κυβερνήσεις αποφασίζουν για τα επίπεδα εγγυήσεων, που παρέχουν στους δανειολήπτες και σε όσους αναζητούν χρηματοδοτήσεις. Οι κυβερνήσεις αποφασίζουν για το ύψος των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα αντικρύσουν οι τράπεζες. Και οι κυβερνήσεις αποφασίζουν για τον τρόπο της διάσωσης των τραπεζών, που κινδυνεύουν από το αρνητικό σπιράλ.
Και ενώ οι εξελίξεις στον καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είναι οι τράπεζες, εξαρτώνται απόλυτα από το σχεδιασμό των κυβερνητικών πολιτικών, οι εξελίξεις στα χρηματιστήρια είναι ανεξέλεγκτες. Τα χρηματιστήρια οδεύουν στο δικό τους δρόμο, στη δική τους κατεύθυνση, πλήρως αποξενωμένα, τόσο από την κοινωνική όσο και από την οικονομική πραγματικότητα.
Οι αγορές όταν θα γυρίσουν, θα το κάνουν διότι θα βρίσκονται σε κατάσταση “cold turkey”, όπως λένε οι Αμερικανοί για αυτούς που ξαφνικά βρίσκονται χωρίς τη δόση των ναρκωτικών, στα οποία είναι εθισμένοι. Και η δόση αυτή σήμερα, δεν είναι τίποτα διαφορετικό, από την υπερβολική ρευστότητα που αναζητά επενδυτικές ευκαιρίες.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.