του Σάκη Μουμτζή
Ολόκληρο το τίμημα που δίνει η Cosco για την εξαγορά του ΟΛΠ θα δαπανηθεί για τις μετατάξεις των λιμενεργατών. Αυτή είναι μια κυβερνητική πολιτική επιλογή για την οποία δεν ακούστηκε καμία φωνή διαμαρτυρίας από την αντιπολίτευση. Το επιχείρημα πως κατά παρόμοιο τρόπο ρυθμίστηκε και το ανάλογο θέμα της ιδιωτικοποίησης της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» είναι σαθρό, γιατί αφενός μεν συγκρίνει καταστάσεις που βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και αφετέρου το ένα λάθος δεν ισοφαρίζεται με άλλο και μάλιστα μεγαλύτερο.
Ίσως ο αναγνώστης να αναρωτιέται αν διάβασε σωστά. Αν δηλαδή, όντως, θα δαπανηθούν τόσα εκατομμύρια ευρώ για εργαζόμενους του Δημόσιου τομέα την στιγμή που καταρρέει ο Μαρινόπουλος και συμπαρασύρει στην πτώση του πάνω από 12.000 εργαζόμενους, που το πολύ-πολύ να γνωρίσουν την «θαλπωρή» του επιδόματος ανεργίας. Κι όμως έτσι είναι.
Είναι γνωστόν πως υπάρχουν δύο Ελλάδες, με δύο ειδών υπηκόους. Η Ελλάδα του Δημοσίου και η Ελλάδα του Ιδιωτικού τομέα. Αυτά είναι γνωστά, θα διαμαρτυρηθεί ο αναγνώστης. Γνωστά είναι καλέ μου φίλε, αλλά δυστυχώς δεν αλλάζουν. Διαιωνίζονται. Και διαιωνιζόμενα, αναπαράγουν και όλες τις παθογένειες που μας οδήγησαν στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Διαιωνιζόμενα, καθιστούν την πατρίδα μας αποκρουστική και διόλου ελκυστική σε όλους αυτούς που μπορούν να μας βοηθήσουν να εξέλθουμε από την κρίση.
Γνωρίζω τα επιχειρήματα που προβάλλει ο εργαζόμενος στον Δημόσιο τομέα. Ο ιδιωτικός υπάλληλος γνωρίζει εκ των προτέρων τις συνθήκες που επικρατούν στον χώρο που επιλέγει να δουλέψει. Δηλαδή γνωρίζει πως μπορεί να απολυθεί- χωρίς να αποζημιωθεί- γνωρίζει πως η μισθοδοσία του μπορεί να καθυστερήσει, γνωρίζει πως μπορεί να δουλέψει υπερωριακά χωρίς να αμειφθεί γι΄αυτό. Και με βάση όλα αυτά και πολλά άλλα προγραμματίζει την ζωή του. Δηλαδή, γνωρίζει τα ρίσκα και τα αποδέχεται.
Ενώ εμείς του Δημοσίου τομέα –συνεχίζει τον μονόλογο του- έχουμε ευθύς εξ αρχής ξεκάθαρες τις εργασιακές μας σχέσεις και έτσι οργανώσαμε την ζωή μας. Οι ημερομηνίες καταβολής μισθού σαφώς ορισμένες, οι ημέρες της άδειας μας επίσης και φυσικά η απασχόληση μας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να προγραμματίσουμε την ζωή μας, χωρίς θεαματικές αλλαγές. Και βέβαια δεν θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν αλλιώς, γιατί ο εργοδότης μας είναι το Κράτος που εξ ορισμού είναι ο αυθεντικός εκφραστής του Δικαίου, της Πρόνοιας και της Σταθερότητας. Της σιγουριάς.
Σε αυτόν τον αφοπλιστικό μονόλογο θα μπορούσα να απαντήσω επικαλούμενος τις αρχές του ανταγωνισμού, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ένα αποτελεσματικό και ελάχιστα κοστοβόρο Δημόσιο, την αντίληψη πως ο Δημόσιος τομέας θα πρέπει να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όχι αντιστρόφως, όπως συμβαίνει στην χώρα μας κλπ.
Όμως, το βασικό επιχείρημα δεν κινείται στο πεδίο της οικονομίας, ούτε της πολιτικής. Αλλά κάπου πολύ ευρύτερα. Στο πεδίο του ανθρωπισμού. Όταν στην Ελλάδα της κρίσης μετριούνται 1,3 εκατομμύρια άνεργοι-όλοι του ιδιωτικού τομέα- δεν φροντίζει η Ελληνική Πολιτεία τους καλοβολεμένους λιμενεργάτες, που ούτως ή άλλως έχουν εξασφαλισμένες τις θέσεις εργασίας τους. Ας αναλογιστεί η πολιτική τάξη της πατρίδας μας, αυτά τα 280 εκατομμύρια ευρώ πόσες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσαν να διασώσουν ή πόση ανακούφιση θα προσέφεραν στους 1,3 εκατομμύρια ανέργους, αν δαπανώνταν στην αύξηση των επιδομάτων τους ή της χρονικής διάρκειας τους.
Είναι φανερό πως, συνολικά, το πολιτικό σύστημα, αμέριμνο και ανυποψίαστο, δείχνει να αγνοεί τους λόγους που μας οδήγησαν σε αυτό το θλιβερό σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Και αυτοί αφορούν αποκλειστικά στον τρόπο λειτουργίας του κρατικού τομέα όπως διαρθρώθηκε από την πολιτική τάξη. Τα 280 εκατομμύρια ευρώ, ας ξυπνήσουν συνειδήσεις.