Του Σάκη Μουμτζή
Αν ένα κόμμα προηγείτο του βασικού του αντιπάλου με 13 μονάδες, το κλίμα θα έπρεπε να ήταν πανηγυρικό. Αν όμως στην προηγούμενη δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας ή του ίδιου φορέα, η διαφορά ήταν στις 18 μονάδες, δεν πρέπει να σημάνει ένας ήπιος συναγερμός;
Και όταν μάλιστα ανάλογα δείγματα έδωσαν και άλλες δημοσκοπήσεις, άλλων έγκριτων εταιρειών, που διενεργήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο. Και αυτές έδιναν, πάνω στην δική τους βάση δεδομένων, μια τάση για κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των δύο κομμάτων.
Αναφέρομαι βέβαια στην δημοσκόπηση του ΠΑ.ΜΑΚ.που γνωστοποιήθηκε πριν από δύο ημέρες. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αναζητηθούν, από όλες τις πλευρές, τα αίτια αυτής της μικρής, έστω, ανατροπής μιας συνεχούς πορείας και να εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα.
Το αξιοπερίεργο, και ανησυχητικό για την Νέα Δημοκρατία φαινόμενο, βρίσκεται στο γεγονός πως οι θερινοί μήνες δεν ήταν ανέφελοι για την συγκυβέρνηση. Είχαμε γεγονότα, που αναμφίβολα προκάλεσαν ή θα έπρεπε να της προκαλέσουν φθορά, ενώ όπως προκύπτει και από τα ευρήματα της τελευταίας δημοσκόπησης σε αυτήν συνεκτιμήθηκαν από τους ερωτώμενους και η πετρελαιοκηλίδα του Σαρωνικού και οι εμφανίσεις των Α.Τσίπρα και Κ.Μητσοτάκη στην ΔΕΘ.
Το θετικό στοιχείο για την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον Μάιο του 2017. Όμως αυτό το γεγονός θα δικαιολογούσε μόνον την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς δικαιολογείται η πτώση της Νέας Δημοκρατίας;
Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει την ηγεσία του κόμματος και να δοθούν εγκαίρως οι απαντήσεις. Γιατί αν αναπτυχθεί μια δυναμική ανάταξης του ΣΥΡΙΖΑ και υποχώρησης της Νέας Δημοκρατίας, πολύ φοβούμαι πως μέσα στο 2018 θα μιλούμε για ντέρμπι.
Ίσως αυτό να ακούγεται υπερβολικό σήμερα, αλλά εκλογές μπορεί να διεξαχθούν και μετά από δύο χρόνια, χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πολλά μπορεί να συμβούν.Ούτως ή άλλως, πάντοτε η κυβέρνηση αποφασίζει τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, ανάλογα με το συμφέρον της.
Το κύριο πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας εντοπίζεται στο γεγονός πως όλα τα στελέχη της δεν έχουν ενστερνισθεί τις αρχές του φιλελευθερισμού. Είναι ακόμα δέσμια στον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό της δεκαετίας του 70, που εισήγαγε από την πίσω πόρτα τον κρατισμό. Δεν θέλουν ή δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες αντιλήψεις για την οικονομική ανάπτυξη και τον περιορισμένο ρόλο του Κράτους.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν κατάλαβαν πώς φτάσαμε στην εποχή των μνημονίων, και το κυριότερο, δεν αντελήφθησαν τι αλλαγές έγιναν στις συνειδήσεις των πολιτών τα τελευταία χρόνια. Για να το πω απλά, ζουν στον κόσμο τους.
Αυτό έχει ως συνέπεια την αντιπολίτευση να την ασκούν ελάχιστοι βουλευτές, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται. Ενα σοβαρό κόμμα έχει τόσα ηχεία που αναμεταδίδουν τις θέσεις του στην κοινωνία, όσοι και οι βουλευτές του.
Συνεπώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να αρχίσει να δείχνει κίτρινες κάρτες, ενώ συγχρόνως οφείλει να αναδιαμορφώσει την επικοινωνιακή πολιτική του κόμματος του, που είναι, κατά γενικήν, ομολογία άνευρη και πολύ light.
Απέναντι του έχει τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που διαθέτοντας μιαν εγγενή στην ιδεολογία τους επιθετικότητα, δεν ορρωδούν μπροστά σε τίποτα, και συγχρόνως, έχουν αρχίσει να μαθαίνουν το παιχνίδι της εξουσίας. Επιπροσθέτως, με την ανοχή των εταίρων μας, έχουν παραγάγει με την υπερφορολόγηση, θνησιγενή πλεονάσματα, που στην συνέχεια θα τα διανείμουν στοχευμένα.
Καλόν είναι λοιπόν εκεί στην Νέα Δημοκρατία να αρχίσουν να προβληματίζονται για τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και να αναπροσαρμόσουν την τακτική και την επικοινωνία τους, πριν είναι αργά.