Οι επιπτώσεις της πανδημίας -πρωτίστως και οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά- δευτερευόντως, ήταν και τον Οκτώβριο τα βασικά θέματα που καθόρισαν το δημοσκοπικό τοπίο. Και τα δύο γεγονότα από την φύση τους αυξάνουν την συσπείρωση των πολιτών γύρω από την εκάστοτε κυβέρνηση, δημιουργούν μια τάση στήριξής της από την κοινή γνώμη και προσφέρουν στο κυβερνητικό κόμμα την πρωτοβουλία των κινήσεων. Παράλληλα, η επιτυχής διαχείριση του πρώτου κύματος του κορονοϊού συνέβαλλε στην απόκτηση ενός σημαντικού πολιτικού κεφαλαίου από την ΝΔ, πράγμα που καταγράφηκε και στις μετρήσεις, με εκτόξευση των ποσοστών της και αποδοχή των χειρισμών της.
[ *ο πίνακας περιλαμβάνει τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων του μήνα Οκτωβρίου (με αναγωγή) ]
Είναι σαφές ότι τα οφέλη από αυτή την ευνοϊκή συγκυρία για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό δεν έχουν εξαντληθεί. Η ΝΔ ακόμη και σήμερα βρίσκεται σχεδόν 6.5 μονάδες πάνω από την εκλογική της δύναμη (46.4), ενώ εξακολουθεί να αξιολογείται θετικά τόσο στην διαχείριση της επιδημίας (από 50έως 60%, με πτωτική τάση στα πρώτα δείγματα δημοσκοπήσεων του Νοεμβρίου), όσο και στο εν γένει κυβερνητικό έργο (λίγο χαμηλότερα). Όμως η τάση αυτή βαίνει διαρκώς μειούμενη. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, δημοσκοπικά βρίσκεται πολύ μακριά από το 49.4 του Μαΐου, ενώ και η ικανοποίηση για το έργο της, σημειώνει πτώση 15-20 μονάδων, σε σχέση με την αρχική πολύ υψηλή επίδοση. Διατηρεί βέβαια μια τεράστια απόσταση -υπερδιπλάσια περίπου των εκλογών του 2019- από τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου υπερέχει συντριπτικά σε όλους τους δείκτες.
Είναι φανερό πως η υποχώρηση του αρχικού ενθουσιασμού για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος, η συνέχιση της υγειονομικής κρίσης, η κήρυξη του δεύτερου lock down και τα αμείλικτα πλέον προβλήματα της οικονομίας, τείνουν να μεταβάλλουν ριζικά το τοπίο. Τα πρώτα πραγματικά δείγματα φθοράς της ΝΔ μετά από 1,5 χρόνο, αρχίζουν να διαφαίνονται. Το επόμενο διάστημα δεν μπορούν να αποκλειστούν ούτε φαινόμενα γενικευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, ούτε πολιτικές ανακατατάξεις. Το κυβερνητικό αφήγημα θα δοκιμασθεί σκληρά.
Η αλλαγή της συγκυρίας βρίσκει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο σημείο. Παραμένει σταθερά καθηλωμένος -επί εξάμηνο- στα επίπεδα της πρώτης φάσης της επιδημίας, περί το 25%. Αδυνατεί να αναπληρώσει τις απώλειές του, παρά τη μείωση των ποσοστών της ΝΔ, δείχνει μάλιστα να διολισθαίνει οριακά χαμηλότερα. Ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων του, γύρω στο 10% (3 μονάδες συνολικά), μετακινείται απευθείας στην ΝΔ, άλλοι τόσοι κατευθύνονται προς την αδιευκρίνιστη ψήφο, ενώ έχει εκροές και προς τα υπόλοιπα κόμματα. Τα δε κέρδη του από τους άλλους χώρους δεν υπερβαίνουν τη μονάδα. Η ικανοποίηση των πολιτών από την αντιπολιτευτική τακτική του είναι κάτω του 20%, ενώ η αξιολόγηση της κυβερνητικής του θητείας, αποτελεί μάλλον το ισχυρότερο όπλο της ΝΔ.
Το ΚΚΕ με την κλασσική υψηλή του συσπείρωση βρίσκεται λίγο πάνω από το 6%, ενώ Ελληνική Λύση και ΜΕΡΑ25 αυξομειώνουν τις δυνάμεις τους ανάλογα με την θέση στην πολιτική ατζέντα των εθνικών και μεταναστευτικών θεμάτων για το πρώτο και του ευρωσκεπτικισμού για το δεύτερο.
Το Κίνημα Αλλαγής πριν την έναρξη της πανδημίας κατέγραφε πτώση γύρω στην 1,5 μονάδα (6,7%). Όπως και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης εμφάνισε περαιτέρω μείωση στην πρώτη περίοδο της κρίσης(6,3%). Από το καλοκαίρι ξεκινά μια συγκρατημένη αλλά σταθερή άνοδο φθάνοντας αρχικά στο 7% τον Ιούλιο, τον Σεπτέμβριο στο 7,6. και στις δημοσκοπήσεις του Οκτωβρίου στο 8,1%, δηλαδή στα επίπεδα των βουλευτικών εκλογών. Παράλληλα η αντιπολιτευτική του τακτική τυγχάνει υψηλότερης αποδοχής από του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις περισσότερες από τις εταιρίες που διεξάγουν μετρήσεις δημοτικότητας, η Φώφη Γεννηματά προηγείται του Αλέξη Τσίπρα (π.χ Metron Σεπτέμβριος 38 έναντι 35, Opinion Σεπτέμβριος 31,8 έναντι 28,4).
Η συσπείρωση του Κινήματος Αλλαγής κινείται μεταξύ 65-70%. Οι ουσιαστικές απώλειες είναι προς την κατεύθυνση της ΝΔ (1,5 μονάδα περίπου, 15-20% των ψηφοφόρων του). Μετακίνηση σημαντική, όση και των 2 εκλογικών αναμετρήσεων του 2019 μαζί, αν και μειωμένη πάνω από 1 μονάδα σε σχέση με την αρχή της πανδημίας. Η εκροή αυτή αντισταθμίζεται με κέρδη γύρω στο 1,2 από τον ΣΥΡΙΖΑ(μεταβολή σχεδόν σταθερή στην διάρκεια του χρόνου), και κάποια μικρότερα από τα άλλα κόμματα. Οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι αντιπροσωπεύουν περίπου το 12% του Κινήματος Αλλαγής των εκλογών του 2019.
Το ενδιαφέρον σε σχέση με την πορεία του Κινήματος Αλλαγής είναι πως, σε αντίθεση με ΝΔ & ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα που έχει το ζωτικό (πράσινο) βελάκι των δημοσκοπήσεων ως προς κατεύθυνση προς τα πάνω· και τούτο συνεπάγεται καλή προοπτική εξέλιξη.
Η επόμενη περίοδος μοιάζει κρίσιμη, καθώς η κρίση παίρνει πρωτόγνωρες διαστάσεις σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Οι πολιτικές επιπτώσεις δεν μπορούν να προβλεφθούν, ενώ δεν είναι απίθανο και το σενάριο των πρόωρων εκλογών μετά την πιθανή έξοδο από την κρίση της πανδημίας την άνοιξη λόγω εμβολίου, καθώς η κυβέρνηση ίσως χρειαστεί μία νωπή εντολή με βάση τα νέα δεδομένα. Το βέβαιο είναι ότι, στο άμεσο μέλλον, σημαντικά κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση θα αναζητήσουν πολιτική εκπροσώπηση.
Και εδώ, θα έχουμε μία νέα αναμέτρηση μεταξύ των δυνάμεων του λαϊκισμού και αυτών που στέκονται με ευθύνη και σχέδιο απέναντι στα προβλήματα του τόπου. Μόνο που τούτη τη φορά το πλεονέκτημα μπορεί να γείρει υπέρ των δεύτερων. Διότι είναι νωπές ακόμη οι μνήμες των δοκιμασμένων λαϊκιστικών δυνάμεων κατά την κρίση και είναι μνήμες που ξυπνούν δυσάρεστα συναισθήματα. Ίσως αυτό είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας έναντι των περισσοτέρων της Ευρώπης· εμείς δοκιμαστήκαμε με κρίση και δοκιμάσαμε τον λαϊκισμό, άρα έχουμε περισσότερες πιθανότητες και να τον αποφύγουμε στις ερχόμενες δυσκολίες. Μένει να φανεί αν έχουμε πάρει το μάθημά μας και όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας: «κάθε εμπόδιο για καλό».
*Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι γραμματέας Οργανωτικού του Κινήματος Αλλαγής (ΚΙΝ.ΑΛ.).