Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Η απόφαση της καταλανικής περιφερειακής κυβέρνησης να προχωρήσει μονομερώς στο νομικώς-δεσμευτικό δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου στοχεύοντας στην ανεξαρτησία της Καταλονίας από το ισπανικό κράτος, αποτελεί ωρολογιακή βόμβα που δύναται να επιφέρει απρόβλεπτες επιπτώσεις σε περιφερειακό επίπεδο και να οδηγήσει σε αχαρτογράφητα νερά το μέλλον της Ευρώπης.
Το δημοψήφισμα έχει χαρακτηριστεί ως παράνομο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας, καθώς παραβιάζει το ισπανικό Σύνταγμα το οποίο δεν επιτρέπει την αυτοδιάθεση των αυτόνομων περιοχών της ισπανικής επικράτειας. Η κυβέρνηση Rajoy, έχοντας και την υποστήριξη των κυριοτέρων ισπανικών κομμάτων είναι αποφασισμένη να αποτρέψει με κάθε τρόπο την συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Η σύλληψη 13 Καταλανών Αξιωματούχων και η δέσμευση των οικονομικών πόρων της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας ,αποτελούν την δυναμική απάντηση της ισπανικής κυβέρνησης, στο πλαίσιο εκρίζωσης της καταλανικής ριζοσπαστικοποίησης και ανυπακοής, που απειλεί ευθέως τα θεμέλια του ισπανικού κράτους.
Η ανωτέρω πράξη έχει οξύνει επικίνδυνα τα πνεύματα στην Βαρκελώνη, όπου εκτός του καλέσματος παρεμπόδισης των ισπανικών δυνάμεων ασφαλείας και την προτροπή σε εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά των κυβερνητικών πρακτικών, τα καταλανικά κόμματα που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας, καλλιεργούν κλίμα πόλωσης και ευθείας αντιπαράθεσης με την ισπανική κυβέρνηση, επιμένοντας στην διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ενεργοποιώντας τα αποσχιστικά ανακλαστικά της καταλανικής κοινωνίας, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν ιστορικές αναφορές που ανάγονται στον Ισπανικό Εμφύλιο και το καθεστώς Φράνκο, γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί αφενός σε πρωτοφανή διχασμό την καταλανική κοινωνία και αφετέρου απειλεί με ουσιαστική διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ της ισπανικής κεντρικής κυβέρνησης της Μαδρίτης, με την περιφερειακή κυβέρνηση της Βαρκελώνης.
Σ αυτό το πλαίσιο, δύο βασικά ερωτήματα προκύπτουν και χρήζουν διερεύνησης: Ποιά η βασική αιτία, για την οποία η κυβέρνηση Rajoy εμφανίζεται διατεθειμένη να αποτρέψει το δημοψήφισμα με κάθε τρόπο, αφού, όπως καταδεικνύεται από τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις ,η περίπτωση της υπερψήφισης της καταλανικής ανεξαρτησίας δεν φαντάζει πιθανή και κυρίως ποιές θα ήταν οι πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις τόσο για την Ισπανία, όσο και για την Ευρώπη από την δημιουργία ενός ανεξάρτητου καταλανικού κράτους.
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, η πρώτη ανάγνωση αφορά τις εντυπώσεις στο πολιτικό πεδίο. Το ζήτημα πρωτίστως είναι πολιτικό για την κυβέρνηση της Μαδρίτης, η οποία θέλει να αποσοβήσει ένα φαινόμενο διάχυσης (spillover) της ιδέας της ανεξαρτητοποίησης και σε άλλες περιοχές της ισπανικής επικράτειας. Το επερχόμενο καταλανικό δημοψήφισμα δύναται να αποτελέσει προπομπό αντίστοιχων πρωτοβουλιών στην Χώρα των Βάσκων.
Η οξεία αντίδραση της ισπανικής κυβέρνησης αναφορικά με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα έγκειται στον δεσμευτικό του χαρακτήρα. Η Μαδρίτη επ ουδενί δεν επιθυμεί να δημιουργηθεί ένα ιστορικό προηγούμενο, όπου μία αυτόνομη περιφέρεια θα πραγματοποιήσει με τρόπο δεσμευτικό ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της, ακόμη και αν στην παρούσα χρονική στιγμή το αποτέλεσμα δεν προδιαγράφεται υπέρ της απόσχισης. Η πραγματοποίηση του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος θα δημιουργούσε τετελεσμένο, το οποίο θα έδινε υπόσταση σ' ένα μελλοντικό δημοψήφισμα, το οποίο θα είχε περισσότερες πιθανότητες αναφορικά με την υπερψήφιση μιας καταλανικής ανεξαρτησίας.
Ουσιαστικά το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου πραγματοποιείται για τον συγκεκριμένο λόγο απ' τα καταλανικά κόμματα-υπέρμαχους της ανεξαρτησίας. Μέσω της αποδοχής του δεσμευτικού χαρακτήρα του δημοψηφίσματος προλειαίνεται το έδαφος για την διεξαγωγή ενός μελλοντικού δημοψηφίσματος, το οποίο θα αποβεί καθοριστικό για την έκβαση του ζητήματος της ανεξαρτησίας και θα έχει νομική/δεσμευτική ισχύ.
Τι θα σήμαινε για την Ισπανία μια πιθανή ανεξαρτητοποίηση της περιφέρειας της Καταλονίας?
Το ερώτημα αφορά το σενάριο μίας ολικής ρήξης μεταξύ Μαδρίτης-Βαρκελώνης, αν και έχουν εξεταστεί από την πλευρά των Καταλανών- υπέρμαχων της Απόσχισης, εναλλακτικά σενάρια που παραπέμπουν σ ένα καθεστώς ειδικής σχέσης μεταξύ Ισπανίας και νεοσύστατης Καταλονίας.
Καταρχάς ο ακρωτηριασμός του ισπανικού κράτους, θα σήμαινε την απώλεια σημαντικού πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου και συντελεστών γεωπολιτικής και γεωοικονομικής ισχύος, ενώ θα υπονόμευε την ισπανική στρατηγική αναβάθμισης της χώρας στον ευρωπαϊκό και ευρω-ατλαντικό καταμερισμό ισχύος.
Η Ισπανία, έχουσα ως χώρα σημαντική γεωστρατηγική θέση, ευρισκόμενη στο σταυροδρόμι Ευρώπης-Βόρειας Αφρικής, ερίζει, παρά την χρόνια μαστίζουσα οικονομική κρίση, να καταστεί υπολογίσιμο μέγεθος ως Μέση Δύναμη (Middle-Power) τόσο στο περιφερειακό όσο και στο διεθνές επίπεδο, εμπλεκόμενη ενεργά στις προσπάθειες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στις ευρωπαϊκές ενέργειες που αφορούν την διαχείριση της προσφυγικής κρίσης και την Μεσογειακή ασφάλεια.
Παράλληλα πρωτοστατεί στις πρωτοβουλίες για την ασφάλεια της Υπο-σαχάριας Αφρικής. Επιπρόσθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση του διεθνούς της ρόλου, επενδύοντας στα ερείσματα που διαθέτει στην Λατινική Αμερική.
Μια ενδεχόμενη απόσχιση της Καταλονίας θα περιορίσει de facto την στρατηγική επιρροή της Ισπανίας σε διεθνές επίπεδο, μειώνοντας τις δυνατότητες ήπιας ισχύος του ισπανικού κράτους , καθώς η Καταλονία αποτελεί πολιτισμικό και πολιτιστικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας.
Επιπρόσθετα μια ενδεχόμενη καταλανική ανεξαρτησία θα ενταφίαζε την ισπανική ενεργειακή στρατηγική η οποία συνίσταται στην δημιουργία ενός ενεργειακού κόμβου στην Καταλονία ο οποίος θα διασυνδέεται με την Πορτογαλία και την Νότια Γαλλία και θα συνεισέφερε το ενεργειακό προιόν των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως εναλλακτικός πάροχος στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής που αποσκοπεί στην σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Μια Ισπανία ακρωτηριασμένη θα δυσκολευόταν επιπλέον να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και να καταλάβει σημαίνουσα θέση στην επερχόμενη αναδιαμόρφωση του πλαισίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ παράλληλα θα αποδυναμωνόταν και η θέση της στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς και κυρίως στην νέα αρχιτεκτονική της ευρω-ατλαντικής ασφάλειας.
Η καθολική εναντίωση της ισπανικής κυβέρνησης ως προς την πιθανότητα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, αφορά και οικονομικούς λόγους, καθώς ένα τέτοιο γεγονός, θα στερούσε από το ισπανικό κράτος ,πόρους 17 δις ευρώ ετησίως , καθώς η Καταλονία αποτελεί την πλέον ανεπτυγμένη περιοχή της ισπανικής επικράτειας, η οποία συνεισφέρει το 20% του ισπανικού ΑΕΠ, το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στο σύνολο του ΑΕΠ της Πορτογαλίας.
Το μείζον ζήτημα θα αφορά την μελλοντική κατάσταση του ισπανικού δημόσιου χρέους, το οποίο υπολογίζεται να ξεπεράσει το 114% του ΑΕΠ μετά από μια ενδεχόμενη απόσχιση και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για την επανακατανομή του, ενώ σε περίπτωση μιας ολικής ρήξης, και αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας το χρέος δύναται να εκτοξευτεί στο 125% σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις.
Η Καταλονία αποτελεί τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του ισπανικού κράτους. Ενδεχόμενη απώλειά της θα στερούσε από το ισπανικό κράτος το 25% των εξαγωγών του, το 22% των επενδύσεων στην έρευνα και καινοτομία και το 25% των εσόδων από τον τομέα του Τουρισμού. Επιπλέον οι απώλειες της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο θα ήταν τεράστιες, καθώς 4 εκ των 10 καλύτερων και ανταγωνιστικών πανεπιστημίων της Ισπανίας , εδράζονται στην Βαρκελώνη.
Ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης της διενέργειας του δημοψηφίσματος, η Ισπανία βρίσκεται ενώπιον μιας τεράστιας εσωτερικής κρίσης η οποία δύναται να στιγματίσει την μελλοντική της πορεία. Η οικονομική κρίση επιδείνωσε την σχέση κέντρου-περιφέρειας και δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την αναβίωση εθνικιστικών ανακλαστικών απειλώντας την εύθραυστη συναίνεση μεταξύ των εθνοτήτων που απαρτίζουν το ισπανικό κράτος. Ο διχασμός είναι έκδηλος στους κόλπους της καταλανικής κοινωνίας, ενώ η ιδέα της ανεξαρτητοποίησης από το ισπανικό κράτος επιδρά στην σχέση της καταλανικής κοινότητας με τις υπόλοιπες κοινότητες του ισπανικού κράτους, δημιουργώντας διαρραγή του συνεκτικού κοινωνικού ιστού της ισπανικής κοινωνίας στο συνολό της.
Η οξεία αντίδραση της ισπανικής κυβέρνησης και η αδιαλλαξία της καταλανικής πλευράς δύνανται να ωθήσουν την κατάσταση στα άκρα με μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ένθερμων Καταλανών-Υπερμάχων της ανεξαρτησίας και των ισπανικών δυνάμεων ασφαλείας, ενώ πιθανόν να οδηγήσουν και τους μετριοπαθείς Καταλανούς στο ίδιο στρατόπεδο με τους ακραίους συμπατριώτες τους, καθώς το ζήτημα λαμβάνει εθνοτικό περιεχόμενο εκτός από αμιγώς πολιτικο-οικονομικό.
Η τροχιά σύγκρουσης πρέπει να αποσοβηθεί άμεσα καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να διολισθήσει η Ισπανία σε μια διαμάχη με απρόβλεπτες προεκτάσεις που θα επηρεάσει την ευρωπαϊκή της πορεία και θα οδηγήσει την χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς.
Τεράστιο ζήτημα ανακύπτει και για το μέλλον της Ευρώπης, καθώς μια ενδεχόμενη καταλανική ανεξαρτησία θα προκαλέσει επιπρόσθετους κλυδωνισμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα μετά και το Brexit.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθεί να απαντήσει αν θα δεχτεί στους κόλπους της το νεοσύστατο καταλανικό κράτος αν και προσώρας, έχει αποκλείσει κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο από τον λεγόμενο φόβο διάχυσης τέτοιων φαινομένων σε πολλές χώρες της ευρωπαϊκής επικράτειας.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση η αποδόμηση των μεγάλων εθνικών κρατών θα σημάνει και το τέλος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, στην παρούσα του μορφή. Καθώς υπάρχουν μελέτες που προκρίνουν την ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας, βασισμένες σε σενάρια οικονομικής ανάκαμψης σε περίπτωση απόσχισης, η συντήρηση μιας τέτοιας εκδοχής δύναται να βρει υποστηρικτές σε εύπορες περιοχές χωρών που έχουν υποστεί το βάρος της οικονομικής κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να διαχειριστεί μια έκρυθμη κατάσταση σε μία χώρα-μέλος, η οποία αποτελεί την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία της Ένωσης. Στην παρούσα χρονική στιγμή στηρίζει πλήρως την ισπανική κυβέρνηση. Πάραυτα απαιτείται να δοθεί λύση σε συλλογικό επίπεδο που αφορά την άμβλυνση των αντιθέσεων κέντρου-περιφέρειας μέσω της περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς ο κίνδυνος που διαγράφεται από την περίπτωση της Καταλονίας θα είναι η αρχή και ο προπομπός δυσάρεστων εξελίξεων για το μέλλον της Ευρώπης.
* Ο κ. Κωνσταντίνος. Θ. Λαμπρόπουλος είναι Ειδικός Επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης,Geneva Centre for Security Policy.