Του Γιάννη Στεφανίδη*
Από την αυγή των οργανωμένων κοινωνιών, οι άνθρωποι παραχωρούσαν ένα κομμάτι ελευθερίας προκειμένου να ζουν με σχετική ασφάλεια απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους. Η παραχωρημένη ελευθερία μεταφραζόταν στη δυνατότητα λίγων να ασκούν εξουσία πάνω στους υπόλοιπους με αντάλλαγμα κυρίως την εγγύηση της ασφάλειας των πολλών.
Με λίγες εξαιρέσεις, το κυρίαρχο μοντέλο άσκησης εξουσίας ήταν η δεσποτεία ή η αυτοπεριοριζόμενη μοναρχία. Αυτό διατηρήθηκε μέχρι την εποχή των μεγάλων φιλελεύθερων επαναστάσεων του 18ου αιώνα. Έκτοτε, και με σημαντικές παλινδρομήσεις, όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός, τείνει να επικρατήσει το μοντέλο που θέλει την εξουσία να ασκείται με συναίνεση των αρχομένων και λογοδοσία των αρχόντων, στοιχεία που εγγυάται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Σήμερα, η εγγύηση της ασφάλειας των πολιτών παραμένει καταστατική λειτουργία του κράτους. Αν αποτύχει σε αυτόν του τον ρόλο, όπως συνέβη στην Ιταλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή στη γερμανική δημοκρατία της Βαϊμάρης, αργά ή γρήγορα κάποιοι άλλοι θα αναλάβουν το έργο αυτό χωρίς απαραίτητα να σέβονται τους κανόνες της δημοκρατίας.
Και η δημοκρατία οφείλει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά όχι μόνο το κοινό έγκλημα αλλά και όσους επιχειρούν να την αναιρέσουν. Διότι αν ο πλουραλισμός, βασικό στοιχείο της δημοκρατίας, επιτρέπει στον καθένα να διατυπώνει ελεύθερα τις απόψεις του και να διεκδικεί εξουσία πείθοντας και άλλους, αυτό ισχύει υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζονται έμπρακτα οι κανόνες της. Πρόκειται για ζήτημα επιβίωσης του πολιτεύματος.
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, εδραιώθηκε στη χώρα μας η αντίληψη ότι οποιοσδήποτε με τα έργα του αμφισβητεί τον φιλελεύθερο, δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος «δικαιούται» να αντιμετωπίζεται με το γάντι? ακόμα και όταν παρακωλύει τη λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών, καταλαμβάνει κτίρια ή ασκεί βία, εκδηλώνοντας έμπρακτα την περιφρόνησή του γι' αυτό που η Αριστερά ειρωνικά αποκαλεί «αστική νομιμότητα», αντιδιαστέλλοντάς την είτε στον νόμο που είναι «το δίκιο του εργάτη» είτε στην «αυτοοργάνωση» τύπου Εξαρχείων.
Βοηθούντος του «πανεπιστημιακού ασύλου», οι ομάδες αυτές κατέστησαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα προνομιακό τους χώρο. Με αφορμή επετείους και επίκαιρα γεγονότα (π.χ., η ψήφιση του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου), η δράση τους άφηνε πίσω της έρημους δρόμους, κατεστραμμένες περιουσίες, χαμένες εργατοώρες, σπέρνοντας ανασφάλεια στον «άμαχο» αστικό πληθυσμό, που σιγά-σιγά άρχισε να αποφεύγει τα, περιστασιακά ή μόνιμα, «άβατα» στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Όσο κλιμακωνόταν η ανομία, τα εντεταλμένα με την περιφρούρηση της νομιμότητας όργανα τηρούσαν όλο και συχνότερα ανοχή απέναντι στα φαινόμενα αυτά, με αποκορύφωμα το όργιο βίας και καταστροφής που έπληξε την πρωτεύουσα και άλλες πόλεις στο άκουσμα του φόνου του Γρηγορόπουλου, το 2008.
Αν μεγάλη μερίδα της κοινωνίας έμοιαζε παραιτημένη, αν όχι συμφιλιωμένη, με τα φαινόμενα της «αριστερής» ανομίας και βίας, μια ακόμα μεγαλύτερη μερίδα αντέδρασε, με την ψήφο της και άλλα μέσα, όταν ανάλογα φαινόμενα προκαλούσαν «ξένοι».
Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, οι εγχώριοι «αναρχικοί» βρέθηκαν να συμπρωταγωνιστούν (και) με μετανάστες πλιατσικολόγους. Ήδη, από το 1990, η χώρα μας δεχόταν αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα. Εκτός από τη διαφορετικότητα που ξένιζε μια κοινωνία μαθημένη στην «ομοιογένεια», η παραβατικότητα αυτών των ομάδων (φαινόμενο που διαρκεί όσο καθυστερεί η ενσωμάτωσή τους) κατέστησε πολλούς Έλληνες δεκτικούς στη δράση αυτόκλητων υπερασπιστών της ασφάλειας των πολιτών απέναντι στην «εισαγόμενη» ανομία.
Στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, η αίσθηση ότι τα εντεταλμένα για την τήρηση του νόμου και της τάξης όργανα του κράτους, από την κυβέρνηση μέχρι τον τελευταίο αστυνομικό, αδυνατούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των πολιτών γιγάντωσε την επιρροή προηγουμένως περιθωριακών ομάδων, όπως η Χρυσή Αυγή. Το ίδιο αυτό αίσθημα ανασφάλειας επιδείνωσε τη διάχυτη κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας (κοινοβούλιο, κόμματα, κυβέρνηση) που βιώσαμε ως χώρα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Σήμερα, το γεγονός ότι μία σαφής πλειονότητα εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να συμφωνεί με μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα νόμου και τάξης (από την εφαρμογή του αντικαπνιστικού μέχρι την κατάργηση του «ασύλου») δείχνει ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει μια ιστορική ευκαιρία: Τερματίζοντας την «παράδοση» ανοχής απέναντι στην ανομία και την παραβατικότητα, χωρίς διακρίσεις, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο κράτος και να θωρακίσει τη δημοκρατία από κάθε λογής αυτόκλητους «προστάτες».
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.