Την περασμένη εβδομάδα χιλιάδες κόσμου από την Ελλάδα, αλλά και οι ομογενείς μας από το εξωτερικό, επισκέφθηκαν την ιστοσελίδα του Θεάτρου «Πορεία», προκειμένου να δούνε δωρεάν 12 από τις μεγάλες επιτυχίες του. Μόνο η «Μεγάλη Χίμαιρα» είχε 144.000 views και τα αιτήματα για επανάληψη των παραστάσεων στο διαδίκτυο, είναι συνεχή. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου πρόσφερε στον τόπο γόνιμες ώρες μια δύσκολη εποχή για τον τόπο. Κλεισμένος στο σπίτι, ο θεατρικός δημιουργός μιλά για την «καταιγίδα» που ζούμε και την επόμενη ημέρα στην «κανονικότητα».
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά
- Ξεκινώ με το αυτονόητο ερώτημα. Πώς είστε κ. Τάρλοου και πώς βιώνετε τον εγκλεισμό;
Στο ίδιο καράβι είμαστε κι είναι άκρως ανησυχητικό για όλους μας! Ιδίως όσοι έχουμε παιδιά και γονείς σε μεγάλη ηλικία είναι ακόμη πιο δύσκολο, γιατί πρέπει να επιλέξεις ποιον θα δεις. Εγώ πρέπει να βλέπω τη μάνα μου που είναι μεγάλης ηλικίας κι έχει πρόβλημα, έτσι όμως δεν βλέπω τα παιδιά μου. Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα και, σε συνδυασμό με το κλείσιμο του θεάτρου, έχει δημιουργήσει μεγάλη δυσθυμία.
Προσπαθούμε, όμως, να βλέπουμε την κάθε μέρα ξεχωριστά και να κάνουμε δράσεις που θα εμψυχώσουν και θα δώσουν τροφή σε όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη. Και είναι πολλοί αυτόν τον καιρό. Υπάρχει σαφώς το αίτημα για μονιμότερη παρουσίαση στο ίντερνετ με τη δημιουργία μιας πλατφόρμας ώστε να μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα pay per view, ας πούμε, στο μέλλον. Φαντάζομαι ότι αυτό είναι κάτι που θα αναδυθεί σύντομα ως πραγματικότητα μετά από αυτή την πανδημία. Σίγουρα, είναι και μια νέα εξωστρέφεια, αλλά πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί ώστε να καλυφθούν τα συγγραφικά και τα συγγενικά δικαιώματα.
-Μια και μιλάμε για την επόμενη ημέρα στο θέατρο, πώς την φαντάζεστε;
Δεν είναι καθόλου καθαρή αυτή την στιγμή. Είναι σα να ρωτάς την ώρα της καταιγίδας, τι θα κάνουμε αφού τελειώσει. Προφανώς θα ασχοληθούμε με την απάντληση των υδάτων. Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα είναι τα ύδατα. Ούτε πόσο καιρό θα μας πάρει να βγάλουμε τ? απόνερα από το υπόγειο.
-Σύμφωνοι. Από την πολιτεία, όμως, τι προσδοκάτε την επόμενη μέρα;
Προς την πολιτική ηγεσία θα έλεγα ότι, όπως ασχολείται με την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα που είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας, οφείλει να ασχοληθεί ακόμη περισσότερο με την στήριξη του πολιτισμού, ιδίως του θεάτρου, που είναι ζωντανό κύτταρο της νέας ελληνικής δημιουργίας. Λέω περισσότερο γιατί δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική στήριξη. Το κράτος μας αντιμετωπίζει την τέχνη σαν αναγκαίο κακό που του πετά πότε πότε ένα ξεροκόμματο για να μην ενοχλείται! Θα έλεγα λοιπόν ότι όπως τώρα γίνονται γοργά βήματα για την ψηφιακή εποχή στη σχέση μας με το δημόσιο αλλά και σε πολλά ακόμη όπως η υγεία, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να γίνουν αποφασιστικά βήματα προς τον νέο ελληνικό πολιτισμό ώστε να μπορεί να στηρίξει τον κόσμο. Το κράτος πρέπει να πάψει να παριστάνει τον «βαρήκοο» και να ακούσει πραγματικά τις ανάγκες του σημερινού ανθρώπου, ξέχωρα από την κρίση.
- Σήμερα, λοιπόν, πώς κρίνετε τα αντανακλαστικά της πολιτείας;
Νομίζω ότι η αντίδρασή της είναι ασυνήθιστα γοργή και επαγγελματική, όχι μόνο για τα ελληνικά, αλλά και για τα διεθνή δεδομένα. Φαίνεται ότι παγκοσμίως υπήρξε μία πολυγλωσσία, αλαλία και εντέλει, αλαλούμ σε σχέση με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Εδώ το πράγμα παρότι είχε να κάνει με ένα ξεχαρβαλωμένο σύστημα υγείας, έλαβε μία επαγγελματική, ψύχραιμη, σωστή αντιμετώπιση με σοβαρούς επιστήμονες αλλά και πολιτικό προσωπικό, το οποίο επιδεικνύει την κατάλληλη αυστηρότητα και ταυτοχρόνως πειθώ. Και βέβαια ανθρωπιά, όπως στην περίπτωση του πασίγνωστου πλέον Καθηγητή κ. Τσιόδρα.
Η ανθρωπιά είναι κύριο συστατικό το οποίο θα έπρεπε να υπάρχει στη δημόσια ζωή. Δεν υπάρχει ούτε σοβαρότητα ούτε ανθρωπιά. Αυτά τα δύο, όμως, πάνε παρέα, δεν είναι το ένα ανεξάρτητο του άλλου. Θεωρώ λοιπόν ότι σε ένα βαθμό έχει επιτευχθεί μία επιστροφή – παράδοξο είν? αυτό – σε μία κανονικότητα, έτσι όπως την εννοώ εγώ, μέσα σε μία μη κανονική συγκυρία. Φαίνεται ότι η μη κανονική συγκυρία ίσως και να είναι προϋπόθεση για να ξαναβρούμε την εσωτερική μας ανθρωπιά, γαλήνη, σύμπνοια, ενότητα και δράση.
-Αυτή η επιστροφή μπορεί να μας επιτρέψει να δούμε τον δημόσιο χώρο με καινούργια μάτια όταν βγούμε από τα σπίτια μας;
Αυτό είναι ένα ερώτημα. Μπορεί; Πάντως η παγκόσμια ιστορία έχει δείξει ότι ο άνθρωπος αλλάζει διά της βίας. Άρα, εξαρτάται από το μέγεθος του παλιρροϊκού κύματος, από τη διάρκειά του, την ισχύ του για να δούμε αν θα αλλάξει εμπεδωμένες καταστάσεις, συνήθειες, παθογένειες ή είναι κάτι πρόσκαιρο το οποίο μόλις τελειώσει, θα μας κάνει να επανέλθουμε άκοπα στο πριν.
Μιλούσα με το γιο μου και μου είπε πόσο στενοχωρημένος είναι που δεν ξέρουμε πότε θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Τον ρώτησα αν είναι βέβαιος ότι αυτό που βίωνε πριν είναι κανονικότητα. Κι εκεί άνοιξε μία συζήτηση για το τι σημαίνει κανονικότητα. Νομίζω ότι τουλάχιστον, αξίζει να την ανοίξουμε. Είναι κανονικό να περιφερόμαστε σαν τους τρελούς από εδώ κι από εκεί, κάνοντας τα πάντα και τίποτα, μη διαβάζοντας ποτέ τίποτα, μη ασχολούμενοι σε βάθος ποτέ με τίποτα; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Είχαμε πράγματι, κανονικότητα; Ή χρειάζεται να αλλάξουμε κάτι;
- Άρα αισιοδοξείτε πώς αυτή η αλλαγή μπορεί, με βίαιο έστω τρόπο, να αφήσει θετικό ίχνος στην ελληνική κοινωνία.
Δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος όταν χάνονται άνθρωποι. Ούτε μπορεί να είναι αισιόδοξος όταν βλέπει αυτή την ερημιά έξω. Είναι μια τεράστια καταιγίδα. Λέω ότι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ας τους θυμηθούμε, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Πρέπει λοιπόν να ανακαλύψουμε ποιο είναι το καλό μέσα σε όλη αυτή την συμφορά. Αν απλώς το προσπεράσουμε σαν μία κακοτυχία που βάστηξε μερικούς μήνες ή κανά χρόνο, νομίζω ότι θα έχουμε χάσει μία πολύ μεγάλη ευκαιρία. Κάτι θέλει να μας πει αυτό. Το κρυφό μήνυμα στο μπουκάλι πρέπει να το ανοίξουμε και να το διαβάσουμε. Ο καθένας για τον εαυτό του. Δεν χρειάζεται καμία ηγεσία να το κάνει για μας.
- Ας ξαναγυρίσουμε στην ψηφιακή μεταφορά της παράστασης. Έχετε πει ότι ένας σκηνοθέτης είναι και «ποιητής της εικόνας». Κατά πόσο πιστεύετε ότι μία βιντεοσκοπημένη παράσταση μπορεί να έχει την ατμόσφαιρα της παράστασης στην οποία συμμετέχει το κοινό από κοντά;
Σε καμία περίπτωση. Είναι σα να λες ότι ένα καταπληκτικό διαδικτυακό ντοκιμαντέρ για την Πομπηία με μία κάμερα που περιφέρεται και την βλέπεις μέσα σε πέντε ώρες, μπορεί να συγκριθεί με την εμπειρία του να πας εκεί. Ούτε μπορείς πραγματικά να ανακαλύψεις το μουσείο Βαν Γκογκ διαδικτυακά. Είναι τελείως διαφορετικό να δεις τον πίνακα του Βαν Γκογκ από κοντά.
Όλα αυτά λοιπόν είναι φτιαγμένα για να τα δει κανείς. Φυσικά, η αξία του διαδικτύου αυτή είναι. Μπορείς ανά πάσα στιγμή να ανατρέξεις σε κάτι, να θυμηθείς κάτι, να το χρησιμοποιήσεις για τη δουλειά σου, αλλά τίποτα δεν υποκαθιστά την προσωπική επαφή με τα πράγματα. Το θέατρο, λοιπόν, πάντοτε είχε αυτό το πλεονέκτημα: διατηρούσε την προσωπική επαφή. Όσο καλά κι αν το φτιάξεις για την οθόνη, δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει την κιναισθητική εμπειρία του να βρίσκεσαι εκεί.
-Μιλάτε για προσωπική επαφή με τα πράγματα, κάτι που φαίνεται στα έργα που επιλέγετε. Ποια στοιχεία του Καραγάτση βλέπετε ότι μοιράζεστε; Μέσα από τα γραπτά του παππού σας βρίσκετε «κοινό τόπο»;
Δεν θεωρώ ότι διαθέτω κάποιο ειδικό χάρισμα στο να διαβάζω τον Καραγάτση. Νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει. Είναι ένας πανελλήνιος, διαχρονικός συγγραφέας, τελευταία έχει μεταφραστεί και σε αρκετές γλώσσες, κι ο καθένας μπορεί, νομίζω, να έχει μια δική του, πολύ προσωπική εικόνα για ένα μυθιστόρημά του. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι κατέχω κάποιο πρωτείο ή μοναδικότητα. Αυτό το οποίο προσωπικά με συγκινεί στον Καραγάτση είναι η τόλμη του… Ναι, θα έλεγα ότι υπάρχει μία μεγάλη τόλμη στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα θέματα, ακόμη και την ελληνική ιστορία. Χωρίς να είναι ωμός, είναι πάρα πολύ τολμηρός στις περιγραφές του. Είναι αποκαλυπτικός. Γι? αυτό και πολύ σύγχρονος.
Επίσης, έχει ένα βιτριολικό, μαύρο χιούμορ το οποίο μου αρέσει πολύ, μου πάει και το καταλαβαίνω καλά. Και σε πολλά μυθιστορήματά του έχει ως κεντρικό θέμα το ζήτημα του «ξένου». Τι σημαίνει ξένος σε μία χώρα ή τι σημαίνει αποξενώνομαι «νιώθω ξένος από κάτι». Το έχω βιώσει προσωπικά, ίσως λόγω της μεικτής καταγωγής μου. Ο πατέρας μου είναι Αμερικανός εβραϊκής καταγωγής και βρέθηκε στην Ελλάδα καρμικά ή από τύχη, δεν έχει σημασία. Βιώνω λοιπόν αυτό το θέμα της ξενικότητας. Οπότε, η τριλογία «Χίμαιρα - Λιάπκιν – Γιούγκερμαν» για μένα σημαίνει αρκετά σε σχέση με τη διερεύνηση της αφομοίωσης του ξένου ή μη στον τόπο που πάει να ζήσει. Επίσης, στον Γιούγκερμαν θίγει ζητήματα όπως αυτό της αριστοκρατικότητας∙ τι σημαίνει φυσική αριστοκρατικότητα και τι σημαίνει αστικός πολιτισμός. Πώς η Ελλάδα προσαρμόστηκε ή δεν προσαρμόστηκε στον ευρωπαϊκό μοντέλο.
- Βλέποντας την Μεγάλη Χίμαιρα, πέρα από την πλοκή της ιστορίας, ο θεατής έρχεται σε επαφή με τον ελληνικό εφοπλισμό, την προσπάθεια της αστικής τάξης να συντονιστεί με την Ευρώπη. Σε αντιστοιχία με τον τρόπο που ο Καραγάτσης αντιλαμβάνεται την ιστορία, έτσι και το θέατρό σας κλείνει μια εποχή.
Ξέρετε, πολλές φορές μου λένε ότι κάνω αστικό θέατρο. Και η απάντηση είναι η εξής: υπάρχει κάτι μέσα στην Αθήνα το οποίο να μην είναι αστικό; Αστικό σημαίνει αυτό που παράγεται, γίνεται για το άστυ. Ακόμη και η πιο underground παράσταση στην Αθήνα, είναι αστικό θέατρο. Και μάλιστα μπορώ να σας πω ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο αστικό από κεντρικά θεάματα. Κυρίες του καλού κόσμου πηγαίνουν μετ? επιτάσεως σε θεάματα underground γιατί θεωρείται πάρα πολύ της μόδας. Είναι trendy! Άρα, λοιπόν, αυτό που λένε πολλοί καλλιτέχνες ότι δρούνε στις παρυφές του αστικού θεάτρου, είναι απλώς μια φαντασίωση.
Τελικά, το ελληνικό θέατρο, το οποίο εν πολλοίς είναι το αθηναϊκό θέατρο για να μην γελιόμαστε, το υπόλοιπο είναι πάρα πολύ επαρχιακό, πάσχει από έναν «ακτιβισμό». Ενώ θα έπρεπε να είναι παρεμβατικό, είναι ακτιβιστικό. Άλλο είναι να κάνεις μία παρέμβαση με μία παράσταση κι άλλο να το παίζεις μονίμως επαναστάτης σε κάτι το οποίο δεν έχει κάποιο νόημα. Διότι και το επαναστατικό έτσι όπως προκύπτει, στην πραγματικότητα ικανοποιεί τα γούστα αστών!
- Έχουμε, λέτε, στο αθηναϊκό θέατρο μια επαναστατική γυμναστική…
(απαντά αμέσως) άκοπη! Είναι μια άκοπη επαναστατική γυμναστική ενώ αυτό που χρειάζεται είναι ουσιαστική παρέμβαση στην παιδεία, την αισθητική, στη φόρμα, αλλά με τρόπο που να θες να πεις κάτι: για την ελληνική ποίηση μέσα από την εμπειρία και τη διαχρονία της, λόγου χάρη πώς πρέπει να ξαναρχίσουμε να βλέπουμε ποιητικά τον άλλο ή να χρησιμοποιούμε με ποιητικό τρόπο την γλώσσα μας. Αυτό για μένα έχει ενδιαφέρον. Κι αυτό είναι παρέμβαση. Αν όμως θες να κάνεις ασκήσεις μεταμοντέρνας γυμναστικής, αυτό είναι άκοπο. Είναι μια φωτοκόπια, μια 3D εκτύπωση. Αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη όταν θες να φτιάξεις αναπνευστήρες που μας λείπουν τώρα. Αλλά όχι για να παράξεις τέχνη ή παιδεία.
- Πώς φανταζόσασταν το «Πορεία» μετά από 20 χρόνια;
Δεν το φανταζόμουν. Γιατί αντιμετωπίζω το καθετί που κάνω ως το πρώτο ή το τελευταίο. Δεν λειτουργώ βλέποντας πως θα είναι κάτι σε 20 χρόνια. Το διαπιστώνω μέσα από τα δικά σας μάτια. Μέσα από τα μάτια του κοινού, τα μηνύματά του, μέσα από τις κουβέντες των ανθρώπων στο δρόμο, λέω εγώ είμαι αυτός; Σχεδόν απορώ. Αυτό που βλέπουν οι άλλοι, λοιπόν, είμαστε. Ο καθρέφτης σας, είμαστε.