Του Δημήτρη Σκουρέλλου
Αναντίρρητα: είναι ασύμβατη στην καλώς εννοούμενη δημοκρατική συμπεριφορά η σύνδεση του Συντάγματος με κάθε λογής τακτικισμούς. Έτσι κι αλλιώς ο μανιχαϊσμός και ατελέσφορος και επικίνδυνος αποβαίνει –ιδίως σε μια συγκυρία που θέλει τη χώρα μας να φιλοξενεί αδρανής τον κινηματικό νεοναζισμό και να προσφέρει εκλογική υπόσταση ή υποσχέσεις κοινοβουλευτικής παρουσίας σε παντοειδείς εχθρούς της ισότητας και του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πρακτικά, εντούτοις, ελάχιστα απομένουν να συζητηθούν σήμερα αναφορικά με ένα καλώς αρθρωμένο Σύνταγμα όπως το ελληνικό, εφόσον μάλιστα η κυβερνώσα πλειοψηφία των «μπααθιστών» μας κάθε άλλο παρά διατίθεται να κινηθεί προς τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του κράτους και την εξίσωση όχι μόνο σε επίπεδο ατομικό αλλά και συλλογικό όσων υπάγονται στη δικαιοδοσία της πολιτείας μας (βλ. χωρισμό εκκλησίας και κράτους, δικαίωμα στη μη κρατική τριτοβάθμια εκπαίδευση, άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, εκλογική και περιφερειακή ανασυγκρότηση, σαφείς συνταγματικές αναφορές στη σεξουαλική ταυτότητα και στο δικαίωμα όλων στη δημιουργία οικογένειας, την αποδέσμευση της συλλογικής ζωής των εθνοτικών μειονοτήτων σε όλα τα επίπεδα, κ.τ.τ).
Συνεπώς, άλλες πλευρές της πολιτειακής ζωής θα συγκινούσαν τη μέλαινα συμμαχία των κυβερνώντων, προκειμένου να ορεχθούν συνταγματικές «αναθεωρήσεις». Προφανώς εκείνες που θα «απελευθέρωναν» την εφαρμογή της κρυφής ή λάθρα δημοσιοποιημένης προγραμματικής ατζέντας τους. Η ως έχει επί του παρόντος πρόσληψη του συντάγματος από τα μέρη της πολιτείας, η αυτοκυριαρχία των πολιτειακών θεσμών, η δικαιική αυτοσυνειδησία της πολιτείας καθεαυτήν, όλα αυτά είναι «που εμποδίζουν την κυβέρνηση από την πλέρια εξουσία». Το ελληνικό Μπάαθ, ο ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας κρύβει την αποξένωσή του από το απαύγασμα που σημαίνει για τη δημοκρατία η διάκριση των εξουσιών.
Η μη εξίσωση της πολιτειακής λειτουργίας με τη συγκυρία τής εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, η δυνατότητα σε κάθε εκπρόσωπο της δικαστικής εξουσίας να κρίνει τη συνταγματικότητα ή μη των νομικών διατάξεων, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να μπορεί ?ακόμη και όταν αρνείται να εφαρμόσει? να καταργεί έναν νόμο εντάσσονται σαφώς στην παράδοση του ελληνικού νομικού πολιτισμού και της πολιτειακής συμπεριφοράς όπως αποκρυσταλλώθηκε στη Μεταπολίτευση.
Έτσι συνεχίστηκε βέβαια η πολιτειακή πρωτοπορία του Αγώνα, καθώς και οι σχεδόν επωφελείς, για την εποχή τους, συμβιβασμοί του 19ου αιώνα, όταν η απολυταρχική επιβολή συνδέθηκε αποκλειστικά με τις παρεμβάσεις του θρόνου και το ρόλο του: είναι και αυτός λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα αποφύγαμε να περιβάλουμε το ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας με παρεμβατικές στη λειτουργία του ευρύτερου κράτους εξουσίες.
Συγχρόνως, στάθηκε ευτυχής και ομαλή εξέλιξη η μη υιοθέτηση κάποιου είδους συνταγματικού δικαστηρίου, ενός οργάνου υπεράνω των οργάνων. Στην Ελλάδα ένας τέτοιος υπερθεσμός, λειτουργικός ίσως για ομοσπονδιακές θεσμίσεις όπως η ΟΔ της Γερμανίας ή το Βέλγιο, έμοιαζε απαράδεκτος.
Απαράδεκτος οπωσδήποτε, αν υπεράνω του σύνολου δικαστικού σώματος θα είχε το προκείμενο δικαστήριο την αρμοδιότητα και την εξουσιοδότηση να καταργεί νόμους και διατάξεις, να λειτουργεί ως κυρίαρχος λαός ή αντικαταστάτης του. Γι' αυτό και οι ανάλογες νομικές κατασκευές απαντούν σε τρεκλίζουσες ημιφιλελεύθερες πολιτείες, δημοκρατικά καθεστώτα που στέκονται σε δεκανίκια, πολιτεύματα υπό επιτήρηση, φοβικές δημοκρατίες που προήλθαν από την «αυτοαπόσυρση» απολυταρχιών, των οποίων οι πρωταγωνιστές θέλησαν να διασφαλίσουν λήθη, αμνηστία και δικαίωση «φιλεύοντας» τις χώρες τους με έναν εγκάθετο εγγυητή (έτσι στη Λατινική Αμερική και στη γείτονα). Και η δική μας Χούντα στην «επιχείρηση πολιτικοποίηση» θέσπισε τη λειτουργία συνταγματικού δικαστηρίου, πρόβλεψη που σάρωσε και αυτήν η τερατομορφή Ιωαννίδη.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Metarithmisi.gr