Της Εύας Στάμου*
Πολλοί πιστεύουν ότι άνθρωποι όπως ο Donald Trump, ηγέτες που φλερτάρουν με τους ακροδεξιούς εθνικιστές, τους ρατσιστές, τους ομοφοβικούς, έχουν τόσο περιορισμένη ικανότητα ενσυναίσθησης, ώστε ούτε αντιλαμβάνονται το κακό που προκαλούν με τις πολιτικές αποφάσεις τους, ούτε μπορούν να νιώσουν τύψεις για τις συνέπειες των πράξεών τους.
Σύμφωνα όμως με τον Mark Thompson --πρόεδρο της εφημερίδας The New York Times, ο οποίος μίλησε πρόσφατα στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του Athens Democracy Forum-- ο Trump κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, απευθυνόταν στους οπαδούς του με τον τρόπο που συνηθίζει ένας πετυχημένος κωμικός: ακούγοντας προσεκτικά το κοινό κι επικροτώντας όταν συμφωνούσε με κάποιον, ανταλλάσοντας ατάκες και επαναλαμβάνοντας συνθήματα ή αστεία που είχαν συγκινήσει το πλήθος σε προηγούμενες δημόσιες εμφανίσεις, αντιδρώντας άμεσα και συντονίζοντας την διάθεσή του με αυτή του κόσμου, συλλέγοντας υλικό για την επόμενη ομιλία του. Η Hillary Clinton αντίθετα, φαινόταν αμήχανη, στημένη, και ανίκανη να συνδεθεί συναισθηματικά με τον κόσμο, ενώ σε αρκετές περιστάσεις η δυσκολία της να μιλήσει χωρίς κείμενο σχολιάστηκε αρνητικά ακόμη και από φιλικά προσκείμενους αναλυτές.
Ο Trump, σύμφωνα με τον Mark Thompson, ξέρει να ακούει τους πολίτες, να καταλαβαίνει τις ανάγκες, τους φόβους, τον θυμό τους. Για την ακρίβεια ο Trump κι αρκετοί άλλοι λαϊκιστές πολιτικοί όπως ο Farage, η Le Pen, ο Grillo ο Καμμένος, ξέρουν πώς να ακούν την μερίδα εκείνη των πολιτών που αισθάνονται αδικημένοι, οργισμένοι, αγνοημένοι από το «σύστημα» και τις «ελίτ». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν τα αρνητικά αυτά συναισθήματα των ψηφοφόρων προς όφελός τους.
Η θεωρία λοιπόν ότι η απουσία ενσυναίσθησης είναι η κύρια αιτία πίσω από τις ακραίες πολιτικές ή τις επιθέσεις εκφοβισμού εναντίον των αντιπάλων τους μοιάζει να καταρρέει. Αντλώντας από τις μελέτες μου στην ψυχολογία των bullies, θα μπορούσα να επιβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ αυτής της υπόθεσης. Αντίθετα φαίνεται ότι όπως οι περισσότεροι θύτες, έτσι και οι λαϊκιστές πολιτικοί έχουν την ικανότητα να κατανοούν τι προκαλεί στα θύματα του εκφοβισμού τους (τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς αντιπάλους, ακόμη και τα στελέχη του κόμματός τους) με τη προσβλητική συμπεριφορά τους, και πως αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν.
Οι λαϊκιστές πολιτικοί με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να δρουν εν αγνοία των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να έχουν οι πράξεις τους, δεν στερούνται ενσυναίσθησης, απλώς την χρησιμοποιούν για να καταφέρουν στα θύματά τους τα καίρια χτυπήματα που θα οδηγήσουν στην πολιτική ή ηθική τους εξόντωση.
Αυτό που κυρίως απουσιάζει από τους λαϊκιστές πολιτικούς είναι η ικανότητα να συμπάσχουν, να μοιράζονται δηλαδή το δυσάρεστο ή επώδυνο βίωμα των συνανθρώπων τους νιώθοντας κι αυτοί πόνο, θλίψη ή αγανάκτηση με την κοινωνική αδικία. Γι αυτό τους είναι τόσο εύκολο από την μια στιγμή στην άλλη να περνούν από τα κροκοδείλια δάκρυα, στα γέλια και στον χλευασμό.
Για αρκετούς ψηφοφόρους δεν έχει σημασία η έλλειψη συγκροτημένης σκέψης και σοβαρού πολιτικού σχεδιασμού, δεν μετράνε τα ψέματα, η διπροσωπία, οι ανακρίβειες, τα λάθη. Για τους ανθρώπους αυτούς, εκείνο που κυρίως βαραίνει είναι ότι επιτέλους έχουν την προσοχή κάποιου που μοιάζει να σκέφτεται με τρόπο παρόμοιο με τον δικό τους. Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι οξύθυμος, παρορμητικός, να δείχνει ασέβεια προς τους θεσμούς, να απεχθάνεται την διαφορετικότητα, να απειλεί και εκβιάζει, δεν φαίνεται να τους προβληματίζει. Οι ψηφοφόροι των λαϊκιστών δεν αναζητούν κάποιον ηγέτη που θα είναι καλύτερός τους, απλώς κάποιον που θα τους καταλαβαίνει πραγματικά, μία δική τους --μεγεθυμένη από την αίγλη της εξουσίας-- αντανάκλαση.
Νομίζω ότι αυτό που κυρίως θα πρέπει να απασχολήσει τους αναλυτές της διεθνούς --μα και της εγχώριας-- πολιτικής κατάστασης, δεν είναι μόνο τι κάνουν οι δημαγωγοί για να εξασφαλίσουν ψήφους, αλλά και ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους έντιμοι πολιτικοί, με καθαρό λόγο, που επιθυμούν να αλλάξουν την κοινωνία προς όφελος των πολλών, σπάνια επιτυγχάνουν να προσελκύσουν τις ομάδες των πολιτών που νιώθουν αποκλεισμένοι και ανίσχυροι.
*Η κ. Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας. Δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Manchester κι εργάστηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του York. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου και λογοτεχνικά κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα δανικά, και τα λιθουανικά. Πρόσφατα έργα της: Ageing and Female Identity in Midlife (Scholars' Press, 2013), Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg, 2014) και το μυθιστόρημα Η εκδρομή (Αρμός, 2016).