Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Σε κάθε χώρα του κόσμου, ο ρόλος των ποινικών δικαστηρίων είναι να αντιμετωπίζουν τις χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η βία, η απειλή, η εκδικητικότητα, η εξαπάτηση, η μοχθηρία παρουσιάζονται και εξετάζονται κάθε μέρα από δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους και ενόρκους. Δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Απαιτεί επαγγελματισμό, σθένος και ευθυκρισία. Αλλά είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία κάθε κοινωνίας.
Η έρευνα των εγκλημάτων είναι μυστική, αφού η όποια δημοσιότητα μπορεί να είναι είτε εντελώς πρώιμη, είτε επιβλαβής για την ίδια την έρευνα ή απλά άδικη. Η δίκη όμως είναι δημόσια. Καμμία λεπτομέρεια, όσο αποκρουστική και αν είναι, δεν μπορεί να κρύβεται από μια δίκη, αφού η αλήθεια είναι απαραίτητο στοιχείο της απόδειξης της ενοχής και, όταν χρειάζεται, της επιμέτρησης της ποινής. Αλλά οι επώδυνες αυτές αλήθειες είναι δημόσιες μόνο όταν χρειάζεται: στη δίκη. Οι κατηγορίες πρέπει να ελεγχθούν από την υπεράσπιση και υποβληθούν στην κρίση του δικαστηρίου, στις συνθήκες αυστηρής ισηγορίας και δικαιοσύνης που εξασφαλίζει η δικονομία.
Στις δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά όχι π.χ. στην Κίνα ή την Σαουδική Αραβία, οι ποινικές δίκες είναι δημόσιες για έναν πολύ σπουδαίο λόγο: την αξιοπιστία. Η δικαιοσύνη πρέπει όχι μόνο να αποδίδεται, αλλά και να δίνει σε όλους την αβίαστη εικόνα ότι αποδίδεται. Εκεί θεμελιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισότητα και το κράτος δικάιου. Όπως και οι άλλοι συνταγματικά σημαντικοί θεσμοί, η ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης, όπως και του κοινοβουλίου και των υπουργείων και της δημόσιας διοίκησης, είναι προυπόθεση του σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών. Συνεπώς, όλοι όσοι συμμετέχουν στους θεσμούς αυτούς, έχουν εθύνη να προστατεύουν προσεκτικά την αξιοπιστία τους.
Τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα ζούμε την απόλυτη κατάρρευση της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης. Το πρώτο και πιο επώδυνο παράδειγμα είναι η δημόσια διαπόμπευση του τραγικού θύματος αλλά και των κατηγορουμένων βιασμού και δολοφονίας στη Ρόδο. Οι γονείς, συγγενείς και φίλοι του θύματος πρέπει να διαχειριστούν όχι μόνο την τραγική απώλειά του αγαπημένου τους προσώπου, αλλά και τις σχεδόν καθημερινές εικασίες του τύπου για τον τρόπο που – κατά τις δήθεν διαρροές στον τύπο - βιάστηκε και δολοφονήθηκε, στο πόσο υπέφερε τις τελευταίες στιγμές της, και τη φρίκη του βίαου θανάτου και της εγκατάλειψής της. Κανείς δεν ξέρει ακόμα ποιά είναι η αλήθεια. Και όμως, τα μέσα ενημέρωσης κερδίζουν ακροαματικότητα πάνω στον πόνο της οικογένειας.
Ποιός προστατεύει την μητέρα και τον πατέρα του θύματος από τις καθημερινές και επαναλαμβανόμενες περιγραφές αυτές; Κανείς. Τα μέσα ενημέρωσης που τις προβάλουν δείχνουν την συνηθισμένη σκληρότητά τους: βάζουν το χρήμα πάνω από όλα. Αλλά όμως ούτε οι δικαστές της υπόθεσης, ούτε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, αλλά ούτε και το υπουργείο δικαιοσύνης, έχουν πάρει τα απαραίτητα μέτρα για την μυστικότητα της διαδικασίας, την ανεξαρτησία των ανακριτικών πράξεων, την προστασία της μνήμης του θύματος, της οικογένειάς της αλλά και της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης. Η εντύπωσή μου είναι ότι για τα θέματα αυτά υπάρχει πλήρης αδιαφορία – και ασυγχώρητη έλλειψη συμπόνοιας για ανθρώπους που υποφέρουν.
Αντίστοιχα, το αναγνωστικό και τηλεοπτικό κοινό διαβάζει δήθεν απολογίες των κατηγορουμένων, οι οποίοι δικάζονται πλέον από εκατομμύρια αναγνώστες και τηλεθεατές, ενώ ο τύπος αναφέρεται στους υπόπτους σύμφωνα με την εθνικότητά τους. Όταν γίνει η ποινική δίκη, το κοινό θα έχει ήδη πάρει θέση για την ετυμηγορία, σύμφωνα με τις αλήθειες ή τα ψεύδη του τύπου. Είναι όμως προφανές ότι οι φερόμενες απολογίες ή είναι προϊόν αρρωστημένης φαντασίας κάποιων δημοσιογράφων, ή είναι διαρροές που προέρχονται από πρόσωπα που έχουν νομική υποχρέωση προστασίας της μυστικότητας της διαδικασίας. Η διαρροή εγγράφων – πιθανότητα από δικαστικούς υπαλλήλους – είναι ποινικό αδίκημα, που εδώ και χρόνια δεν τιμωρείται ποτέ. Οι δικαστές και το υπουργείο αδιαφορούν.
Το φρικτό αυτό επεισόδιο θα ήταν αρκετό ώστε να δείξει ότι η ποινική μας δικαιοσύνη αδυνατεί να επιτελέσει το έργο της με σωστό τρόπο. Το δικαστήριο δεν είναι τηλεοπτική εκπομπή. Την εβδομάδα που πέρασε υπήρξαν όμως και άλλα παραδείγματα συστημικής αποτυχίας της δικαιοσύνης. Έίδαμε το πρωτοφανές γεγονός ένας επιχειρηματίας να κατηγορείται για «λαθρεμπόριο» χρυσού με χώρα με την οποία το εμπόριο χρυσού είναι ελέυθερο, και να διαπομπεύεται όχι μόνο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και στη βουλή από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Το πρόβλημα εδώ ήταν διπλό ή τριπλό. Οι διωκτικές αρχές απέτευχαν, τα μέσα ενημέρωσης επανέλαβαν τις εικασίες χωρίς να τις αξιολογήσουν, ενώ η κυβέρνησή μας δεν γνωρίζει, ή δεν σέβεται, το τεκμήριο της αθωότητας και την ανξαρτησία της δικαιοσύνης.
Την εβδομάδα που πέρασε είδαμε επίσης την αποφυλάκιση των εθελοντών της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης ERCI, η οποία διέσωζε ζωές προσφύγων στο Αιγαίο, μεταξύ των οποίων και της Σάρας Μαρντίνι (για την οποία είχα γράψει στο παρελθον, βλ. «Οι Διασώστες στην Φυλακή»). Το γεγονός αυτό είναι φυσικά θετικό. Πριν λίγους μήνες όμως διαβάζαμε στις εφημερίδες και τις ιστοσελίδες – με βαση προφανώς διαρροές της δικογραφίας - ότι οι κατηγορούμενοι ήταν δήθεν μέλη οργανωμένης συμμορίας διακινητών, ίσως κατάσκοποι και ύποπτοι τέλεσης νέων εγκλημάτων. Όποιος όμως διάβαζε τότε τα στοιχεία θα έβλεπε ότι το κατηγορητήριο ήταν σαθρό - και ενδεχομένως πολιτικά υποκινούμενο, αφού γνωστοί εθνικιστές βουλευτές είχαν ζητήσει την δίωξη όσων διέσωζαν πρόσφυγες και την πάταξη των μη κυβερνητικών οργνώσεων. Δεν υπήρχε εξαρχής η παραμικρή ένδειξη ενοχής τους.
Αυτό τώρα εκ των υστέρων επιβεβαιώνεται, αφού οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους και μπορούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Πώς είναι δυνατόν οι εθελοντές διασώστες να είναι επικίνδυνοι εγκληματίες τον Αύγουστο και να γράφουν τα μέσα ενημέρωσης για το πόσο επικίνδυνοι είναι και να απελευθερώνονται τον Δεκέμβριο; Και ποιά είναι η δικαιοσύνη που επιτρέπει με τόση ελαφρότητα να διαπομπεύονται και να φυλακίζονται για τέσσερις μήνες άνθρωποι εντελώς αθώοι; Και σε πόσες άλλες περιπτώσεις γίνεται το ίδιο; Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει.
Η δικαιοσύνη μας νοσεί. Όχι μόνο για την γνωστή ανικανότητά της να κινείται χωρίς απίστευτες καθυστερήσεις, όπως π.χ. στην δίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά και γιατί κάνει τεράστια σφάλματα επί της ουσίας. Αυτό είδαμε στις περιπτώσες του ενεχυροδανειστή και των διασωστών. Παράλληλα, η δικαιοσύνη δεν ασχολειεται καθόλου με το να φροντίζει την αξιοπιστία της. Είδαμε για παράδειγμα την πρώην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, κ. Θάνου, να εντάσσεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού την ημέρα της συνταξιοδότησής της. Το πρόβλημα είναι κατά τη γνώμη μου συστημικό.
Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να βγάλει γρήγορα συμπεράσματα για τους λόγους για τους οποίους έχουμε φτάσει στην σημερινή κατάσταση. Οι λόγοι είναι πολλοί. Αλλά υπάρχει, μεταξύ άλλων πραγμάτων, και μια εσφαλμένη αντίληψη για την φύση και προορισμό της δικαστικής λειτουργίας. Αυτό εξηγεί την έλλειψη λογοδοσίας ή αξιολόγησης των δικαστών μας, αλλά και την ελλιπή διδασκαλία της ηθικής διάστασης του δικαστικού λειτουργήματος. Το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μόνο με νέους νόμους ή με την συνταγματική αναθεώρηση. Χρειαζόμαστε μια εθνική Επιτροπή που θα ερευνήσει με ενδελεχή τρόπο τις νομικές σπουδές, τις εξετάσεις και εκπαίδευση των δικαστικών, τις προαγωγές τους, την στήριξή τους με διοικητικά μέσα, την επαφή τους με τις τοπικές κοινωνίες, την προστασία από την διαφθορά, την χρήση των νέων τεχνολογιών και, τέλος, την ουσιαστική λογοδοσία και αξιολόγηση των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων.
Αφού κατανοήσουμε την φύση των προβλημάτων, τότε θα πρέπει να προχωρήσουμε σε βαθιές αλλαγές με διακομματικη συμφωνία και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τα όποια ημίμετρα δεν πρόκειται να αγγίξουν τα βαθύτατα προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.